Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Σ’ αυτές τις εκλογές δεν αρκεί να ψηφίσεις





Της Έφης Γιαννοπούλου (από εδώ)


Η αλήθεια είναι πως στη δημοκρατία ποτέ δεν αρκεί να ψηφίσεις. Ο ρόλος του πολίτη δεν εξαντλείται τη μία φορά που κάθε τέσσερα χρόνια (ενίοτε και συχνότερα) βρίσκεται ενώπιον της κάλπης. Κι όμως για πολλά χρόνια, κυρίως αυτά που προηγήθηκαν της κρίσης, εμπεδώθηκε σχεδόν η άποψη πως η πολιτική είναι αρμοδιότητα των λίγων, των ειδικών, των τεχνοκρατών, αυτών που ξέρουν και δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη. Οι υπόλοιποι, καθησυχασμένοι από τη βέβαιη και αδιατάρακτη ευημερία που επαγγέλλονταν οι εκάστοτε κυβερνώντες, μπορούσαν να απολαμβάνουν τα αποτελέσματα της διαχείρισης των επαϊόντων. Άλλωστε η ιδεολογία, τα οράματα, οι ιδέες στιγματίζονταν ως ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα. Η ένταξη στους κυρίαρχους κομματικούς μηχανισμούς ισοδυναμούσε με επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Δεν συνέβαινε μόνο στην Ελλάδα αυτό. Κάπως έτσι, όχι μόνο εδώ, αλλά σε όλο τον δυτικό κόσμο, σβήστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές, συρρικνώθηκε η απόσταση μεταξύ Δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας. Και η πολιτική μετατράπηκε σε διαχείριση, και κυρίως σε μη συμμετοχή.

Αυτό ήρθε να αμφισβητήσει, μεταξύ πολλών άλλων δεδομένων της ζωής μας, η κρίση. Την ησυχία και τον εφησυχασμό μας. Τη βεβαιότητα πως όλα αποφασίζονται αλλού και πως όλοι οι πολιτικοί είναι εντέλει ίδιοι. Την ασφάλεια πως η διαχείριση θα μας παρέχει μια λίγο-πολύ άνετη ζωή. Και για όποιον δεν τα κατάφερνε, την πεποίθηση πως στον ίδιο εντοπιζόταν η αιτία του προβλήματος, στην ανεπάρκειά του, στις περιορισμένες του ικανότητες. Ούτε αυτό αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, όσο κι αν εδώ η κρίση σάρωσε τις ζωές πολλών ανθρώπων, περισσότερων απ’ οπουδήποτε αλλού. Στις ελληνικές πόλεις, όπως και στις περισσότερες δυτικές μητροπόλεις, τα πλήθη βγήκαν στους δρόμους, κατασκήνωσαν σε πλατείες, συμμετείχαν σε ογκώδεις διαδηλώσεις, αντιστάθηκαν στη νεοφιλελεύθερη επέλαση που στόχευε τις ζωές τους, αμφισβήτησαν πολλά. Κι όταν πέρασε το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ξανάνοιξαν τα παλιά τους βιβλία, που επανήλθαν πιο ενεργοί από ποτέ στην καθημερινότητα της πολιτικής, που οργανώθηκαν σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, σε συνεργατικά εγχειρήματα, σε πειράματα αυτοδιαχείρισης. Μέσα στη δίνη της ελληνικής κρίσης, ξαναρχίσαμε να διαβάζουμε, να μιλάμε, να γράφουμε για πολιτική. Ξαναρχίσαμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο, που πια δεν μας φαινόταν μόνο εφικτός, αλλά και αναγκαίος. Τη στιγμή που όλα συνηγορούσαν στην κυριαρχία της οικονομίας και του οικονομισμού στις ζωές μας, έκανε την επανεμφάνισή της η για καιρό λησμονημένη πολιτική, και μάλιστα στην πιο ουσιαστική μορφή της, ως συμμετοχή των πολλών στη ζωή της πολιτείας. 

Κάπως έτσι έχουμε φτάσει στις πιο κρίσιμες εκλογές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, στις εκλογές στις οποίες όλα δείχνουν πως ένα κόμμα της Αριστεράς θα λάβει την εντολή να σχηματίσει την κυβέρνηση της χώρας, που όλα δείχνουν πως θα φέρουν μια μεγάλη, ριζική αλλαγή. Για κάποιους οι εκλογές αυτές είναι η κατάληξη μιας πορείας χρόνων αντίστασης στην καταστροφή της ζωής μας, υπεράσπισης αξιών, δικαιωμάτων, κοινωνικών κεκτημένων, υπεράσπισης της δημοκρατίας εντέλει. Για πολλούς άλλους όμως η απόφαση αυτής της αλλαγής, που ξεπερνά διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, είναι η έκφραση απλώς της απόγνωσης· γι’ αυτό έχει τον χαρακτήρα της ανάθεσης ή της απλής δοκιμής, και αναπόφευκτα συνοδεύεται από ανησυχία. Η μόνη απάντηση στις επιφυλάξεις και τους φόβους είναι το μήνυμα πως σ’ αυτές τις εκλογές δεν αρκεί να ψηφίσεις. Δεν καλείσαι να αναθέσεις εκ νέου σε κάποιον τη σωτηρία σου, τη διαχείριση της ζωής σου. Δεν περιορίζεται ο ρόλος σου στα λίγα λεπτά που θα βρεθείς αθέατος πίσω απ’ το παραβάν. Το ζητούμενο είναι να είσαι πάντα ορατός. Να στηρίζεις και να ελέγχεις αυτούς που θα χρίσεις εκπροσώπους σου. Να διεκδικείς και να παλεύεις για την αλλαγή που θέλεις να έρθει. Να απαιτείς να ακούγεται η φωνή σου. Να ξαναδώσεις στη δημοκρατία το νόημά της. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε όλοι να υπερβούμε τον φόβο, να αντισταθούμε στην τρομοκρατία που ευθέως ή πλαγίως αμφισβητεί την ικανότητά μας να αποφασίζουμε για τη ζωή μας. 

Από τη δική της πλευρά, η Αριστερά που θα κληθεί να κυβερνήσει σε λίγες μέρες έχει ως μέγιστο καθήκον την αποκατάσταση της τρωθείσας δημοκρατίας. Όχι μόνο στο τυπικά θεσμικό επίπεδο, όπου βάναυσα συρρικνώθηκε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στο Κοινοβούλιο που μετατράπηκε σε μηχανισμό τυφλής επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων, όχι μόνο στο πεδίο της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, της λειτουργίας του κράτους. Η Αριστερά οφείλει μετά την Κυριακή της 25ης Ιανουαρίου να ξαναβάλει στο παιχνίδι της πολιτικής τους πολλούς, να τους κάνει ενεργούς και παρόντες πολίτες, να τους εξασφαλίσει τους βέλτιστους όρους μιας ενσυνείδητης συμμετοχής. Να μοιραστεί μαζί τους την ευθύνη της εξουσίας. Γιατί η αλλαγή που οραματίζεται δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε ανεμπόδιστη. Αλλά κυρίως γιατί η δημοκρατία των πολλών είναι η ουσία του οράματος και της ιστορίας της.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

το 1%




Του Κωστή Καρπόζηλου (από εδώ)


«Οικονομική κρίση είναι ένα μεγάλο παλούκι που έχουν οι καπνέμποροι στον κώλο τους, και θέλουν να το βγάλουν από τον δικό τους κώλο και να το βάλουν στον δικό σας. Θέλετε;» Σύμφωνα με τον Χρόνη Μίσσιο, το ερώτημα αυτό αρκούσε για να ξεκινήσει στη μεσοπολεμική Καβάλα μία απο τις μεγάλες εκείνες απεργίες που έμειναν στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η αμεσότητα του κομμουνιστή συνδικαλιστή φαντάζει αναντίστοιχη με την πολυπλοκότητα της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης και υπογραμμίζει τις μεγάλες μεταβολές στη διάρθρωση και στην οργάνωση του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Παρ’ όλα αυτά ο πυρήνας της ερώτησης παραμένει ενοχλητικά δυσεπίλυτος: ποιος θα επωμιστεί τα βάρη της ύφεσης; 

Η απάντηση θα καθορίσει νομίζω την επιτυχία ή την αποτυχία του πειράματος της κυβέρνησης της Αριστεράς που εμπνέει ταυτόχρονα προσδοκίες, ενθουσιασμό και σκεπτικισμό. Η οικονομική κρίση δεν έθιξε όλους και όλες με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Αντίθετα, συνετέλεσε στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης που είχαν απωθηθεί απο τη συλλογική μνήμη επανήλθαν υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τα όρια της επίπλαστης ευημερίας της προ του 2008 εποχής. Η φτωχοποίηση τμημάτων της εργατικής τάξης –η οποία δεν ταυτίζεται με τους κλυδωνισμούς των πολύ πιο ορατών στη δημόσια συζήτηση μεσαίων στρωμάτων– συμπυκνώνει το αποτέλεσμα διαδοχικών παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, της σύγχρονης κατάρρευσης του κράτους πρόνοιας και των ταξικών προτεραιοτήτων στις πολιτικές της λιτότητας. 

Για τη σύγχρονη Αριστερά, την Αριστερά του 21ου αιώνα, το κεντρικό στοίχημα είναι κατά πόσο μπορεί να αντιστρέψει το πρόσημο της ανισότητας που έχει σφραγίσει τον μετα-κεϋνσιανό κόσμο. Τη στιγμή που «το βάθεμα της εισοδηματικής ανισότητας» συνιστά τον πρώτο πυλώνα συζήτησης στο προσεχές Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός η Αριστερά καλείται να μετασχηματίσει τη διαπίστωση σε πολιτική πράξη. Και εδώ έχει να αναμετρηθεί με τρία προβλήματα: την ιστορική ήττα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος του 20ού αιώνα που καθηλώνει την πολιτική φαντασία στα όρια της διαχείρισης του καπιταλισμού· το αδύνατο της επιστροφής στο πρόσφατο παρελθόν εκεί που η φαινομενική καταναλωτική ισότητα είχε συγκαλύψει τις κοινωνικές αντιθέσεις· την πρόσφατη αποτυχία των μεταρρυθμιστικών πολιτικών για τον μετριασμό της ανισότητας όπως εκφράστηκε στις μεγάλες προσδοκίες που γέννησε η καμπάνια της «Ελπίδας» και του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο έδαφος αυτών των δυσκολιών, η αποφασιστική αναμέτρηση με τις πολιτικές της λιτότητας και η απαίτηση να πληρώσουν πρώτα για την κρίση οι σύγχρονοι καπνέμποροι προϋποθέτει κοινωνικές συμμαχίες και δυναμικές. Φοβάμαι οτι αυτές δεν αφορούν καταρχήν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Αριστεράς ή τα μεσαία στρώματα που αγκομαχούν μεν, αλλά έχουν ακόμα αρκετά να χάσουν και έτσι είναι επιφυλακτικά στις προοπτικές μιας γενικευμένης αναταραχής. Ο κρίσιμος κρίκος έγκειται στη συστράτευση, στην πρωτοβουλία και στην είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο των σύγχρονων αόρατων πολιτών, είτε έχουν είτε δεν έχουν την ιδιότητα του πολίτη: της αντιπολιτικής νέας εργατικής βάρδιας που εναλλάσσει τη δουλειά στην αποθήκη των Jumbo με την κάρτα ανεργίας και των μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς που έχουν βιώσει τις πολλαπλές διαστάσεις, πλανητικές και εθνικές, της κοινωνικής ανισότητας και παραμένουν αποκλεισμένοι απο την ελληνική πολιτική ζωή. Μια τέτοια προοπτική –που απαιτεί ταυτόχρονα θεσμικές παρεμβάσεις και κινηματικές πρωτοβουλίες– θα εξασφαλίσει στην Αριστερά του 21ου αιώνα την κοινωνική αναζωογόνηση για να μπορεί να είναι επικίνδυνη για το 1%, άρα και αποτελεσματική.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Χτυπήθηκε η καρδιά της Γαλλίας: Το ουδετερόθρησκο κράτος και η ελευθερία της




Ένα κείμενο του συγγραφέα Εντγκάρ Μορέν στην γαλλική εφημερίδα Le Monde (από εδώ)
  
Μετάφραση: Μαρία Στεφανοπούλου 
 

Η διατύπωση του Φρανσουά Ολάντ είναι σωστή. «Η Γαλλία λαβώθηκε στην καρδιά». Ακριβώς αυτό συνέβη, έπληξαν θανάσιμα τη Γαλλία, την ουδετερόθρησκη καρδιά της και την ιδέα της ελευθερίας που την εμπνέει, στο τρομοκρατικό χτύπημα εναντίον του εβδομαδιαίου περιοδικού που το χαρακτηρίζει η ασέβεια και η διακωμώδηση των ιερών συμβόλων κάθε είδους, ιδίως των θρησκευτικών. Η ασέβεια του Charlie Hebdo εκφράζεται με το γέλιο και το χιούμορ, κι αυτό και μόνο καθιστά το τρομοκρατικό χτύπημα τερατωδώς βλακώδες.

Η συγκίνησή μας δεν πρέπει να παραλύσει τη λογική μας, αλλά και η λογική μας δεν πρέπει να απαλύνει τη συγκίνησή μας.

Όταν δημοσιεύτηκαν τα σκίτσα δημιουργήθηκε πρόβλημα. Πρέπει άραγε να αφήνουμε την ελευθερία να προσβάλλει την πίστη των θρησκευόμενων μουσουλμάνων εξευτελίζοντας την εικόνα του Προφήτη του Ισλάμ; Μήπως πρέπει να θεωρούμε μάλιστα ότι η ελευθερία έκφρασης πρυτανεύει τα σύμπαντα; Εκδήλωσα τότε την αίσθηση που με διακατείχε μιας ανυπέρβλητης αντίφασης, πόσο μάλλον που είμαι από εκείνους που αντιτίθενται στη βεβήλωση ιερών τόπων και αντικειμένων.

Εννοείται βέβαια ότι αυτό δεν μετριάζει καθόλου τη φρίκη, την αηδία και τη θλίψη που νιώθω για το τρομοκρατικό χτύπημα εναντίον του Charlie HebdoΤούτο σημαίνει ότι η φρίκη, η αηδία και η θλίψη μου δεν με εμποδίζουν να σκεφτώ τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία διεπράχθη το αποτρόπαιο τρομοκρατικό χτύπημα. Σημαίνει την εισβολή, στην καρδιά της Γαλλίας, του πολέμου που διαδραματίζεται στη Μέση Ανατολή, εμφύλιου και διεθνούς πολέμου στον οποίο η Γαλλία έχει επέμβει ακολουθώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους [ISIS] είναι βέβαια μια συνέπεια της ριζοσπαστικοποίησης και του εκφυλισμού του πολέμου στο Ιράκ και στη Συρία, όμως οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Αμερικανών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν συνέβαλαν στην αποσάθρωση των εθνών της Συρίας και του Ιράκ, που συγκροτούνται από διαφορετικές φυλές και θρησκευτικές δοξασίες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν μαθητευόμενοι μάγοι και η ετερόκλιτη, χωρίς πραγματική δύναμη, συμμαχία της οποίας ηγούνται είναι καταδικασμένη να αποτύχει, δεδομένου ότι δεν αποτελεί ένωση όλων των εμπλεκόμενων χωρών, δεδομένου επίσης ότι η συμμαχία αυτή έχει ως ειρηνευτικό στόχο την ακατόρθωτη παλινόρθωση της εθνικής ενότητας του Ιράκ και της Συρίας, τη στιγμή που η μοναδική, αποτελεσματική έκβαση για την ειρήνη στη περιοχή (σήμερα πια καθόλου ρεαλιστική) θα ήταν μια μεγάλη συνομοσπονδία λαών, εθνών και θρησκειών της Μέσης Ανατολής υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μοναδικό αντίδοτο στο Χαλιφάτο.

Η Γαλλία είναι παρούσα με τις αεροπορικές της δυνάμεις, με τους Γάλλους μουσουλμάνους που έφυγαν για να πολεμήσουν στο πλευρό των τζιχαντιστών, με τους Γάλλους μουσουλμάνους που επέστρεψαν από τον πόλεμο της Τζιχάντ. Και τώρα, η φονική δράση που ξεκίνησε με το τρομοκρατικό χτύπημα εναντίον του Charlie Hebdo δείχνει πως είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Μέση Ανατολή βρίσκεται εντός της Γαλλίας, όπως και η σύγκρουση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων εδώ και καιρό είναι παρούσα στη Γαλλία.

Επιπλέον, υπάρχει μια σύμπτωση, τυχαία άλλωστε, ανάμεσα στον φονικό φανατικό ισλαμισμό που έχει εκδηλωθεί τελευταία και στα ισλαμοφοβικά έργα του [Ερίκ] Ζεμμούρ και του [Μισέλ] Ουελμπέκ, έργα που αποδείχτηκαν σύμπτωμα μιας επιθετικότητας ισλαμοφοβίας που έχει οξυνθεί όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη Γερμανία και στη Σουηδία.

Η παραμορφωτική σκέψη θριαμβεύει. Όχι μόνο οι φανατισμένοι δολοφόνοι πιστεύουν ότι μάχονται τους σταυροφόρους και τους εβραίους συμμάχους τους (που οι σταυροφόροι τους έσφαζαν), αλλά οι ισλαμόφοβοι ταυτίζουν τον άραβα με την υποτιθέμενη πίστη του, το Ισλάμ, ταυτίζουν τον πιστό του Ισλάμ με τον ισλαμιστή, τον ισλαμιστή με τον φανατικό, τον φανατικό με τον τρομοκράτη.

Αυτός ο αντιισλαμισμός γίνεται όλο και πιο ριζοσπαστικός, όλο και πιο εμμονικός, και τείνει να στιγματίζει έναν ολόκληρο πληθυσμό ακόμη μεγαλύτερο σε αριθμό από τον εβραϊκό πληθυσμό, ο οποίος στιγματίστηκε από τον προπολεμικό αντισημιτισμό και τον αντισημιτισμό [της κυβέρνησης] του Βισύ.

Ο φόβος θα αυξηθεί στους Γάλλους χριστιανικής προέλευσης, στους Γάλλους αραβικής καταγωγής και στους Γάλλους εβραϊκής καταγωγής. Οι μεν αισθάνονται να απειλούνται από τους δε, ενώ μια διαδικασία αποσύνθεσης έχει αρχίσει να κατατρώει την κοινωνία. Ίσως το μεγάλο συλλαλητήριο που προβλέπεται για το Σάββατο 10 Ιανουαρίου μπορέσει να τη σταματήσει, γιατί η απάντηση στην αποσάθρωση είναι η μαζική διαδήλωση όλων, συμπεριλαμβανομένων όλων των εθνοτήτων, όλων των θρησκειών και όλων των πολιτικών σχημάτων.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde, 09/1/15

Ο Εντγκάρ Μορέν είναι Γάλλος διανοούμενος, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Γνωστός στην Ελλάδα από πολλές μεταφράσεις των έργων του, ανάμεσά τους και το αυτοβιογραφικό «Ο Βιντάλ και οι δικοί του», όπου μιλάει για την καταγωγή του από εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης.

Ο γαλλικός λαός πάντως έδωσε ήδη δύο ηχηρές απαντήσεις: το Σάββατο 10/01 στις κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα διαδήλωσαν 700.000 άνθρωποι, ενώ στο πανευρωπαϊκό κάλεσμα της Κυριακής 11/01 στο Παρίσι κατέβηκαν στην πλατεία Ρεπουμπλίκ 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι για να περπατήσουν ειρηνικά ως την πλατεία Νασιόν, ενώ 3 εκατομμύρια διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία. Το σύνθημα «Είμαι Σαρλί» έγινε «Είμαι η Γαλλία». Οι Γάλλοι μάλλον γυρνάνε σελίδα.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Νίκος Ξυδάκης: "Το ακραίο κέντρο είναι η νέα δεξιά"




Συνέντευξη του Νίκου Ξυδάκη στην Κωνσταντίνα Βούλγαρη (από εδώ) 


Γιατι ενας σοβαρός και καταξιωμένος δημοσιογράφος σαν κι εσας, αποφασίζει να κατέβει υποψήφιος στις εκλογές;

Για πολλούς λόγους. Διότι η ιστορική περίοδος που ζούμε είναι εξαιρετικά κρίσιμη· οι πολίτες πρέπει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους, και η βουλευτική υποψηφιότητα είναι μέρος της δράσης του πολίτη. Διότι κάποια στιγμή ανοίγεται μια πρόκληση για αλλαγή πορείας. Διότι η αποκτημένη δημόσια εμπειρία πρέπει να μεταφέρεται και στον χώρο της εφαρμοσμένης πολιτικής.

Εαν εκλεγείτε, ποια είναι τα τρία πρώτα θέματα που θέλετε να ασχοληθείτε, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για σας;
 
Σε επίπεδο κοινοβουλευτικού έργου:
1. Δημιουργία προϋποθέσεων για καταπολέμηση ανεργίας. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για άνεργους ελευθεροεπαγγελματίες – μικροεπιχειρηματίες.
2. Διαφάνεια και ταχύτητα σε δημόσια έργα και δημόσιες προμήθειες.
3. Στρατηγική για ανάπτυξη πολιτιστικής δημιουργίας και πολιτιστικών προϊόντων με προστιθέμενη αξία.

Είστε ενας άνθρωπος που κινείται μέσα στην πόλη και συνομιλεί με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους… Ποιες ειναι οι προσδοκίες και οι φόβοι του κόσμου από μια κυβέρνηση της αριστεράς; Θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες δυσκολίες που τυχόν να αντιμετωπίσει;
 
Εκτιμώ ότι ο κόσμος διψά για δικαιοσύνη και για αξιοπρέπεια. Φοβάται τις  υποχωρήσεις ή την ολιγωρία απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα των ολιγαρχών.
Θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ αν τον δει σταθερό και θαρραλέο.

Ποια τα πρώτα εμπόδια που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιθανή αριστερή κυβέρνηση;
 
Πρώτα, η πίεση από τους δανειστές: θα τον πιέσουν να παραμείνει στο φονικό πρόγραμμα λιτότητας. Εκεί, πιστεύω ότι θα βρεθεί ένας συμβιβασμός, επ’ ωφελεία όλων.
Δεύτερον, η αντίδραση από τα οργανωμένα συμφέροντα της κλεπτοκρατίας, όταν θα δουν ότι απειλείται το ισχύον σύστημα αναπαραγωγής και νομής της εξουσίας.

Εν όψει της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών, τι σκέψεις σας δημιουργεί ο αναστοχασμός της ιστορίας της αριστεράς στην Ελλάδα;
 
Νομίζω ότι φτιάχνουμε την Αριστερά του 21ου αιώνα. Με νέες προκλήσεις και προβλήματα, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα, από τα αντίστοιχα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Υπάρχουν κάποια κοινωνικά ζητήματα όπως το θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής, το συμφωνο συμβίωσης σε ομόφυλα ζευγάρια, και οι φυλάκες τύπου Γ' που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολυ συγκεκριμένες θέσεις. Ειναι όμως ζητήματα που τμήματα της κοινωνίας τα βλέπουν με επιφύλαξη ή άρνηση… Πώς θα το αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση;
 
Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει την κοινωνία ότι η ανεκτικότητα είναι δημοκρατική αρετή εκ των ων ουκ άνευ, ότι δεν απειλεί τις πλειοψηφίες, αντιθέτως ενισχύει την κοινωνική συνοχή.
   
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ενα κόμμα που εκτος απο το κοινοβουλευτικο του εργο, είχε και μια δυνατή παρουσία μέσα στα κινήματα, τον Δεκέμβρη του 2008, στις πλατείες το 2011… Πολυς κόσμος από τον χώρο της Αριστερας νοιωθει ότι με το «μεγάλωμα» του ΣΥΡΙΖΑ και την θέση του σαν αξιωματικη αντιπολίτευση, η σχέση του με τα κινηματα εχει ατονήσει… Ποια μπορεί να ειναι η σχέση των κινημάτων με μια αριστερή κυβέρνηση;

Τα κινήματα πρέπει να ασκούν κριτική στην εξουσία. Μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνά “κινηματικά”, αλλά μπορεί να ακούει τα κινήματα και να μαθαίνει.

Πως θα χαρακτηρίζατε τον πολιτικό λόγο που απευθύνει η κυβέρνηση Σαμαρά αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ στους πολίτες;
 
Ο Σαμαράς κηρύττει τον διχασμό και το φόβο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει, και το κάνει, να κηρύττει την ενότητα και το μεγάλο Ναι στη ζωή.

Ειναι νομιζω δεδομενο και αποδεκτό απο όλους, ότι αυτή η κρίση εκτός από οικονομική, πολιτική και κοινωνική, είναι και μια κρίση αξιών… Τι μπορούμε να προσδοκούμε σε αυτόν τον τομέα από την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής στην Ελλάδα;
 
Από την εθνική κατάθλιψη κινδυνεύουμε να βρεθούμε στη μοιρολατρική αποδοχή μιας ζωής χωρίς μέλλον, χωρίς οράματα, σε μια κατάσταση παραίτησης και δουλείας.

Η αλλαγή σημαίνει όχι μόνο την αναζωπύρωση της ελπίδας, αλλά και την ανάληψη της ευθύνης για τη ζωή μας.

Έχουν γίνει πολλές τοποθετήσεις για τον ρόλο ή την απουσία λόγου των «διανοουμένων» σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα. Εσεις τι σκέφτεστε πάνω σε αυτό;

Τις περασμένες δύο δεκαετίες  στην Ελλάδα οι περισσότεροι διανοούμενοι, όχι όλοι, ήταν εξουδετερωμένοι και ακίνδυνοι, ουσιαστικά κανείς δεν τους ρωτούσε για τίποτε. Με το ξέσπασμα της κρίσης βρέθηκαν πολλοί υπηρεσιακοί διανοούμενοι, συντεταγμένοι κάτω από τη σημαία του “αντιλαϊκισμού”, πρόθυμοι να υπερασπιστούν το σύστημα που κατέστρεφε τους ανθρώπους και τη δημοκρατία. 

Η κρίση πυροδότησε μεταλλάξεις και αποκαλύψεις: Πολλοί πρώην αριστεροί ή κεντρώοι έχουν μεταλλαγεί σε ακραίους, σε αντιδημοκράτες, σε ψευδοφιλελεύθερους ταλιμπάν, συμπορευόμενοι με παραδοσιακούς ακροδεξιούς και ανεχόμενοι φασίστες. Νέο χαρακτηριστικό είναι η δηλωμένη απέχθεια των ακραίων κεντρώων για τον λαό και η εμμονική υποστήριξη μιας πολιτικής των τεχνοκρατών και των “αρίστων”.  Το ακραίο κέντρο είναι η νέα δεξιά.


* Ο Νίκος Ξυδάκης θα είναι υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθήνας



Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Αλλάζει η Ελλάδα – Αλλάζει η Ευρώπη: Νέα από την Ιταλία




Αναδημοσίευση από το blog του Νίκου Ξυδάκη (εδώ)


«Ν’ αφήσουμε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει ελεύθερα τη νέα κυβέρνησή του για ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη». Η πρωτοβουλία Transform Italia για τη δημιουργία ενός κινήματος στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού στη μάχη του για να ανατρέψει τις πολιτικές της τρόικας και των Μνημονίων, ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, συνάντησε ένα απρόσμενο κλίμα ευφορίας στον προοδευτικό, δημοκρατικό και αλληλέγγυο κόσμο της Ιταλίας.

Το κάλεσμα προς την ιταλική κοινή γνώμη προέρχεται από τον συνταγματολόγους Στέφανο Ροντοτά και Λουίτζι Φεραγιόλι, την Λουτσιάνα Καστελίνα, ιστορικό στέλεχος της ιταλικής Αριστεράς, τον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι, τον πρόεδρο της τεράστιας εθελοντικής οργάνωσης Emergency Τζίνο Στράντα, τον ηθοποιό Τόνι Σερβίλο, τους τραγουδιστές Φιορέλα Μανόια και Μπέπε Σερβίλο, τον σκηνοθέτη Τζίνο Μαζέλι, τον οικονομολόγο Λουτσιάνο Γκαλίνο, τον πανεπιστημιακό Μάρκο Ρεβέλι, τον γελοιογράφο Σέρτζιο Στάινο, τη διευθύντρια του «Μανιφέστο» Νόρμα Ραντζέρι και τουλάχιστον άλλες διακόσιες προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ιταλίας.

 

Το κάλεσμα συνυπογράφουν οι ευρωβουλευτές της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» Μπάρμπαρα Σπινέλι, Ελεονώρα Φορέντζα και Κούρτσιο Μαλτέζε, ο πρόεδρος της Αριστεράς Οικολογίας Ελευθερίας Νίκι Βέντολα, ο γραμματέας της Επανίδρυσης Πάολο Φερέρο, ο πρώην δικαστικός Αντόνιο Ινγκρόια, οι βουλευτές του Δημοκρατικού ΚόμματοςΣτέφανο Φασίνα και Πίπο Τσιβάτι και ο γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος Κοραντίνο Μινέο.

 

Το κείμενο των προσωπικοτήτων της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Ιταλίας έχει ως εξής:

 

Αλλάζει η Ελλάδα – Αλλάζει η Ευρώπη

 

Η Ελλάδα μετατράπηκε αυτά τα χρόνια σε πειραματόζωο για τη διαγραφή του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Τα πακέτα «διάσωσης» των Μνημονίων έσωσαν μόνο τις τράπεζες και κατέστρεψαν τους ανθρώπους, φτωχοποίησαν τον κόσμο και δημιούργησαν τη μαζική ανεργία.

Οι συνέπειες των πολιτικών της τρόικας διαψεύδουν όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιβάλουν τη λιτότητα στην Ευρώπη. Η χώρα οδηγήθηκε σε ακραία όρια, ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης και σε μια κατάσταση ανθρωπιστικής ανάγκης, ενώ την ίδια στιγμή το χρέος, αντί να μειώνεται, είναι στα ύψη.

Στην Ελλάδα τα θύματα της λιτότητας εξεγέρθηκαν ενάντια στα αυταρχικά τελεσίγραφα των Βρυξελλών. Μαζί και αλληλέγγυα εργαζόμενοι που δεν έχουν πια δουλειά, φοιτητές, συνταξιούχοι, επαγγελματίες και νοικοκυρές συμμάχησαν και έδωσαν ζωή σε μια εξαιρετικά ειρηνική, δημοκρατική και λαϊκή αντίσταση που αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ευρώπη.

Το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να κατανοήσει αυτή τη μεγάλη λαϊκή ώθηση. Σήμερα βρίσκεται επικεφαλής σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, εάν ψηφίσουν, όπως φαίνεται πιθανό και δυνατόν, εξαιτίας της κατάρρευσης του σημερινού συνασπισμού των μεγάλων συμμαχιών, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα: να παραμείνει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη για να αλλάξει την Ευρώπη.

Η κυβέρνησή του θα ζητήσει μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για να συζητηθεί εκ νέου το χρέος που αφορά το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, το τέλος των πολιτικών της λιτότητας, με την κατάργηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, ένα σχέδιο για την εργασία και τη διάσωση του περιβάλλοντος.

Το αντίθετο από μια αντι-ευρώ και αντιευρωπαϊκή πολιτική, που προσπαθούν να μας περιγράψουν τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης της ηπείρου για να δικαιολογήσουν την επίθεση των αγορών, τη διάδοση του φόβου ανάμεσα στους Ευρωπαίους, να θέσουν όρους εξάρτησης στους ψηφοφόρους στην Ελλάδα και να προκαλέσουν σύγχυση ανάμεσα στις προτάσεις της Αριστεράς και τους ξενόφοβους, ρατσιστικούς και νεοφασιστικούς λαϊκισμούς.

Ο Τσίπρας δεσμεύτηκε να υιοθετήσει άμεσα και ουσιαστικά μέτρα, να επαναπραγμαδιατευτεί τις επιλογές που επέβαλαν οι Βρυξέλλες, η Φραγκφούρτη και το Βερολίνο και να βελτιώσει άμεσα τις κοινωνικές συνθήκες των πολιτών. Ανάμεσα στα μέτρα συμπεριλαμβάνονται: η επαναφορά του ελάχιστου μισθού στα επίπεδα πριν από την κρίση και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.

Η αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να επανιδρύσουμε την Ευρώπη στις αρχές των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης του Τσίπρα στην Ελλάδα θα αποδείξει ότι οι πολίτες μπορούν να καταρρίψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την Κεντροδεξιά που αποσυνθέτει και κατακερματίζει διαρκώς περισσότερο την ήπειρό μας.

Αποδεικνύουν ήδη από τώρα ότι ο δρόμος της λιτότητας δεν είναι αναπόφευκτος, εάν η ψήφος συνδέεται με τους αγώνες για τα δικαιώματα, τη λαϊκή συμμετοχή και μια νέα ευρωπαϊκή διάσταση των κοινωνικών συνασπισμών.

Η δέσμευσή μας μπροστά στην εκστρατεία παραπληροφόρησης και την επίθεση των χρηματοοικονομικών αγορών είναι να γνωστοποιήσουμε τις πραγματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να υποστηρίξουμε την πρωτοβουλία του.

Τα χρηματιστήρια, ο χρηματοοικονομικός τομέας, η τρόικα, με τη συνενοχή του συστήματος των μέσων ενημέρωσης, ήδη βάζουν στη μάχη όλη τους τη δύναμη για να επηρεάσουν σκληρά την ελληνική ψήφο. Δεν θα σταματήσουν σε τίποτα. Ζητάμε από όποιον έχει στην καρδιά του τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη να υποστηρίξει το δικαίωμα του ελληνικού λαού να επιλέξει ελεύθερα τη δική του κυβέρνηση.

Είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσουμε την πορεία προς την καταστροφή και να αλλάξουμε κατεύθυνση στην Ευρώπη, γιατί με τις σημερινές πολιτικές οδηγείται στην έκρηξη.

Είναι ευθύνη όλων μας να υποστηρίξουμε όποιον θέλει να επανοικοδομήσει την Ευρώπη με τους πολίτες της.

ΠΗΓΗ: http://www.cambialagreciacambialeuropa.eu/appello.html

 

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Το σύστημα έχει φτάσει στα ιστορικά του όρια




Συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στον Στρατή Μπουρνάζο (από εδώ)


Η Γυμνή βασίλισσα. Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, παρότι μιλάει για την οικονομία και την κυριαρχία της, δεν είναι ένα βιβλίο οικονομικό. Είναι ένα έργο συνολικό, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, ότι είναι ένας πολιτικός στοχαστής, με όλη τη σημασία του όρου, και επίσης κατεξοχήν Ευρωπαίος: τόσο επειδή η οπτική του είναι ευρωπαϊκή και διεθνής όσο και γιατί συνομιλεί, όπως και με τα προηγούμενα έργα του, με τους μεγάλους ευρωπαίους ομοτέχνους του. Η Γυμνή Βασίλισσα (που είναι, βέβαια, η οικονομία, και ιδίως η νεοφιλελεύθερη οικονομία) υπερβαίνει τις επιστημονικές εξειδικεύσεις και κλάδους, μέσα από ένα συνολικό πρίσμα. Και το κάνει με γραφή σαφή και απλή (σε σχέση και με προηγούμενα βιβλία του), και συγχρόνως πλούσια, που αντλεί από πολλές επικράτειες, πέραν της θεωρίας και της φιλοσοφίας, όπως η τέχνη, η λογοτεχνία, η ιστορία. Ένα έργο που, με βαθιά πολιτική αγωνία, ανοίγει ζητήματα και θέτει καίρια ερωτήματα, χωρίς να δίνει εύκολες ή τελεσίδικες απαντήσεις. Γιατί, όπως λέει, «είτε το θέλουμε, είτε όχι, η πανούργα Ιστορία μάς περιμένει στη γωνία».
Στρ. Μπ.


Θα ξεκινήσω από μια διαπίστωση η οποία, όπως γράφεις, αποτελεί κεντρικό άξονα της Γυμνής βασίλισσας ότι το σύστημα έχει φτάσει στα έσχατα ιστορικά του όρια.

Το κεντρικό ερώτημα που θέτω στο βιβλίο δεν είναι επιστημονικό, αλλά πολιτικό: Αν και υπό ποίους όρους το παγκοσμίως εξελισσόμενο νεοφιλελεύθερο σύστημα είναι δυνατόν να αναπαραχθεί. Και όταν λέω αναπαραχθεί, εννοώ αν οι ολοένα οξυνόμενες υφέρπουσες αντιφάσεις είναι δυνατόν να θεραπευθούν ή να αρθούν με τα μέσα τα οποία δίνει το σύστημα στις πολιτικές εξουσίες.

Μέχρι τώρα, στο πλαίσιο των εθνικών κρατών, είτε αυτά ήταν δημοκρατικά είτε αυταρχικά είτε φιλελεύθερα είτε ακόμα φασιστικά, το καπιταλιστικό κράτος είχε μια θεμελιώδη ευθύνη: την ευθύνη να αναπαραγάγει το σύστημα. Kαι το έκανε μέσα από θεσμούς και μηχανισμούς, εν ανάγκη μετατρεπόμενο σε κράτος έκτακτης ανάγκης. Εδώ, ακριβώς, πιστεύω, έγκειται η κρισιμότητα των σημερινών καιρών. Η παγκοσμιοποίηση, αν δεν έχει καταλύσει, έχει αμβλύνει εξαιρετικά, σε σημείο πρωτοφανές, την παρεμβατική ικανότητα των κατεστημένων πολιτικών εξουσιών, των κρατών και, κατ’ επέκταση, των οργανωμένων κοινωνών. Το αποτέλεσμα είναι οι μεγάλες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον των λαών να μην παίρνονται από τα κράτη – εξαιρώ τα πολύ μεγάλα κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα)· μιλάω για όλα τα άλλα, τα περισσότερα, και προφανώς για την Ελλάδα.

Οι μεγάλες αποφάσεις, λοιπόν, λαμβάνονται από αυτό που ονομάζουμε αγορές. Οι αγορές δεν είναι η αγορά. Η αγορά ήταν μια ιδέα, μια fictio, ένα πλάσμα, ένα αφηρημένο σύστημα ισορροπιών ανάμεσα σε ελεύθερα αναπτυσσόμενες δυνάμεις. Ενώ οι αγορές είναι ένα κέντρο λήψης αποφάσεων, το οποίο προσπαθεί να επιβάλει –και το καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό– τα συγκροτημένα και εξειδικευμένα συμφέροντα, τα οποία εκπροσωπεί.

Αποφασίζουν λοιπόν οι αγορές, και όχι τα κράτη. Οι αγορές, όμως, λειτουργούν βάσει του κοντόφθαλμου οικονομικού τους συμφέροντος, της άμεσης κερδοσκοπίας. Υπό τους όρους αυτούς, δεν υπάρχει πια ένας κεντρικός μηχανισμός νόμιμης εξουσίας, όπως τα κράτη, που να έχει ως κύριο αντικείμενο την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό των κοινωνιών.

Το σύστημα πλέον δεν διαθέτει τη δυνατότητα άμεσων παρεμβάσεων, με στόχο τη μακρόπνοη συντήρησή του. Είναι ένα σύστημα το οποίο επιβάλει μια ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική, επομένως και πολιτική, ετερονομία και που, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, παραδόξως, λειτουργεί ολοένα και πιο αυταρχικά!

«Κρίση αναπαραγωγής» όμως είχαμε και άλλες φορές στο παρελθόν. Είναι μια κατάσταση διαφορετική η σημερινή.

Βέβαια. Έχουμε μια κρίση πολιτισμική, αν θεωρήσουμε ότι η έννοια γένους, η πιο ευρεία έννοια, είναι ο πολιτισμός. Από έναν πολιτισμό που είχε κεντρική αξία την αυτονομία της αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας έχουμε οδηγηθεί σε έναν ετερόνομο πολιτισμό, όπου κυριαρχούν οι εξωγενείς δυνάμεις. Η ΤΙΝΑ (There Is No Altertanative) είναι ένας κλειστός μονόδρομος, χωρίς εναλλακτικές. Όλα ρυθμίζονται ή απορρυθμίζονται στο τώρα, στο σήμερα. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι δυνατόν να υπάρξει ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον χωρίς συγκρούσεις και τριγμούς, άρα χωρίς ανατροπές και επαναστάσεις. Αυτό, θα έλεγα, είναι το μείζον ερώτημα τα επόμενα τριάντα ή σαράντα χρόνια: τι μπορεί να είναι η Ιστορία, από τη στιγμή που ορισμένοι πιστεύουν ότι τελειώνει;

Καθώς λοιπόν το σύστημα είναι σε κρίση, φτάνει στα όριά του, σε κρίση βρίσκονται και οι βασικές αξίες, όλες οι «μεγάλες λέξεις της πολιτικής νεωτερικότητας», όπως τονίζεται και στο βιβλίο.

Όλες αυτές οι έννοιες έχουν χάσει τη σημασία τους. Δημοκρατία, ασφαλώς, εξακολουθούμε να έχουμε, τύποις· δεν έχουμε δικτατορία. Ευτυχώς. Αλλά η δημοκρατία αυτή δεν επιτρέπει στον «κυρίαρχο λαό» να αποφασίζει ελεύθερα για το μέλλον του. Κυριαρχία δεν υπάρχει πια, ούτε εθνική ούτε λαϊκή. Φτάνουμε δηλαδή σε μια εποχή μετακυριαρχική, μεταδημοκρατική ή, αν θέλετε, μετα-αντιπροσωπευτική. Στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει γενικό συμφέρον, όπως και αν το ορίσει κανείς.

Ας δούμε, π.χ., τρεις εμβληματικές λέξεις της νεωτερικότητας, το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφότητα. Τι έχουμε; Πλήρη ελευθερία σε ό,τι αφορά την επιδίωξη του κέρδους, αλλά οι άλλες ελευθερίες, οι οποίες δειλά δειλά και με κόπο θεσπίστηκαν βάλλονται πανταχόθεν. Η ελευθερία της κίνησης και της έκφρασης έχουν πληγεί, το δικαίωμα στην παιδεία, στην πρόσβαση στην υγεία έχει καταρρακωθεί, η ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού έχει φιμωθεί.

Όσον αφορά την ισότητα, τώρα. Πάντα ήταν μια λέξη συμβολική, ένας στόχος, ένα πρόταγμα, σήμερα όμως η μόνη ισότητα η οποία προβάλλεται ως ευκταία είναι η «ισότητα ευκαιριών», η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οργανωμένη ανισότητα, στις ταξικές κοινωνίες όπου ζούμε. Είναι μια καραμέλα, την οποία πιπιλίζουν όλες οι άρχουσες ιδεολογίες, για να αποφύγουν να μιλήσουν για ισότητα.

Η αδελφότητα τώρα –ή αλληλεγγύη αν προτιμάτε, όπως «μεταφράζουν» πολλοί τον όρο σήμερα– έχει μπει στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας.

Πώς μπορούμε όμως να επανανοηματοδοτήσουμε αυτές τις λέξεις σήμερα;

Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ανάμεσα στα άλλα, οι αναγκαιότητες οι οποίες επιβάλλονται από τα εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας είναι τόσο πιεστικές, τόσο ψυχαναγκαστικά παρούσες, ώστε καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να προσδώσουμε συγκεκριμένο κοινωνικό και ιδεολογικό νόημα σε αυτές τις λέξεις που έχουν πάψει να αποτελούν αφετηρία ρυθμίσεων.
Ένα παράδειγμα. Νομίζω ότι δεν έχουμε καταλάβει (και δεν μιλάω για την Ελλάδα μόνο) την τεράστια τομή η οποία επιχειρείται μέσα από τους φορολογικούς «παραδείσους» ή τις εξωχώριες οντότητες, οι οποίες ανέκαθεν υπήρχαν αλλά απέκτησαν θηριώδη δύναμη τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, ακόμα και de jure, το μεγάλο κεφάλαιο έχει εξασφαλίσει το πλήρες απυρόβλητο, σε σχέση με οποιαδήποτε συγκροτημένη, κρατικά οργανωμένη εξουσία. Φτάσαμε σε ένα σημείο όπου δεν υπάρχει κανένα κανονιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των κεφαλαίων. Το Washington Consensus λέει ότι όλα τα κεφάλαια κινούνται ελεύθερα και προστατεύονται ανεξάρτητα με το πού βρίσκονται. Αυτές οι εξωχώριες μορφές δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάργηση κάθε κανονιστικού, κρατικού ή άλλου, ελέγχου. Μέσα από τις εξωχώριες κατοχυρώσεις, το κεφάλαιο είναι πλέον σε θέση να απαλλαγεί από τις προαιώνιες ηθικές, αξιακές ή κανονιστικές μορφές που μείωναν την απόλυτη ισχύ του. Το ίδιο ισχύει και για το περίφημο δίκαιο του Σίτυ του Λονδίνου.

 Το πρίσμα μας, σε όλη τη συζήτηση, είναι η Ευρώπη, η Δύση. Αν βάλουμε όμως στην οπτική μας τη Λατινική Αμερική, τα δεδομένα, τα πολιτικά τουλάχιστον, τροποποιούνται.

Kαταρχάς, θα έλεγα ότι η Λατινική Αμερική, πολιτισμικά, είναι μέρος του δυτικού κόσμου. Είναι ένα από τα κομμάτια της Δύσης — και αυτοί παιδιά του Διαφωτισμού είναι, και στο όνομα των ίδιων αξιών οδηγούνται σε εκρήξεις και αμφισβητήσεις. Η Λατινική Αμερική, αλλά και το διαφαινόμενο εκρηκτικό μείγμα αντιδράσεων που αρχίζουν και εμφανίζονται, διάσπαρτες, στην Αμερική και την Ευρώπη, μας δείχνουν ότι οι προεκτάσεις της κρίσης είναι άδηλες και ανεξέλεγκτες.

Αλλά για αυτό που με ρωτάς θα ανατρέξω στον Αντόρνο και την καταπληκτική αλληλογραφία του με τον Τόμας Μαν. Σε κάποιο σημείο λέει ότι, παρόλες τις αρνητικές διαστάσεις και προεκτάσεις της ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τελικά –δεν το λέει έτσι ρητά, εγώ το αναδιατυπώνω– ελπίζει στη Δύση. Και επισημαίνει ότι οι μη δυτικοί πολιτισμοί, τα τελευταία διακόσια χρόνια, όντας καθημαγμένοι μέσα από τα οριενταλιστικά κατακτητικά σχήματα, αναγκάστηκαν να εξελιχθούν ως κακέκτυπα ενός δυτικού πολιτισμού, τον οποίο μιμούνται. Οι σχέσεις τους με τη Δύση υπήρξαν σχέσεις αγάπης και μίσους, έλξης και απώθησης.

 Αφού μιλήσαμε για αντιδράσεις, θέλω να σημειώσω ότι σε μια σειρά κινήματα, από το Occupy Wall Street μέχρι την Αραβική Άνοιξη και τους Αγανακτισμένους, τα ζητήματα της δημοκρατίας και της ισότητας ήταν κεντρικά.

Όλα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει ένα υφέρπον ηφαίστειο, το οποίο, αν και δεν εκρήγνυται, κοχλάζει. Είναι κινήματα ετερογενή, πολύμορφα, ναι. Αλλά σάματις πριν εμφανιστεί το οργανωμένο κομμουνιστικό κίνημα, οι αντιδράσεις δεν ήταν διάχυτες, αντιφατικές και άμορφες; Το νέο δεν μπορεί να εμφανιστεί αλλιώς, παρά σαν κάτι το απρόβλεπτο. Και γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω ότι η δυναμική της Ιστορίας, έστω κι αν φαίνεται αδιέξοδη, θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε νέες λύσεις. Καπιταλισμός υπάρχει εδώ και τριακόσια χρόνια. Είναι μονάχα μια στιγμή. Πιστεύουμε αφελώς ότι η Ιστορία είπε την τελευταία της λέξη; Η Ιστορία δεν λέει ποτέ την τελευταία της λέξη: όπως λέει κάπου ο Γκαίτε, τίτλοι τέλους δεν πέφτουν ποτέ. Όταν είμαστε μέσα στο γίγνεσθαι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το να παίζουμε και να στοιχηματίζουμε με το γίγνεσθαι.

 Θα επιμείνω λοιπόν στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης. Ποιο νέο περιεχόμενο μπορεί να πάρει;

Ας αφήσουμε κατά μέρος την έννοια «αδελφότητα», που είναι κάπως ηθικοπλαστική. Θα μείνω στις άλλες δύο, τις βασικές έννοιες που κατασκευάστηκαν από τη νεωτερικότητα: την Ελευθερία και την Ισότητα. Οι δύο αυτές έννοιες, λογικά, στο βάθος είναι ασύμβατες. Διότι η ατομική ελευθερία σημαίνει ότι τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ό,τι θέλουν, και ισότητα σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος μηχανισμός ο οποίος τα αναγκάζει να υπακούσουν σε ένα σύστημα κοινών για όλους προδιαγραφών, σε ένα κοινό για όλους μέτρο.

Λογικά ασύμβατες, ωστόσο, δεν σημαίνει και ιστορικά ασύμβατες. Γιατί, ιστορικά, όλο το σύστημα ιδεών που συγκρότησε τον δυτικό πολιτειακό λόγο εμπνεύστηκε από την ανάγκη να συνθέσει την ελευθερία με την ισότητα, να περιορίσει την ελευθερία χάριν της ισότητας και την ισότητα χάριν της ελευθερίας. Αυτή η σύνθεση, η οποία υπήρξε θεμελιώδης στην ιστορία των ιδεών και του πολιτισμού, αναφέρεται στην άρθρωση, στην κατασκευή ενός δίπολου, το οποίο επί τριακόσια χρόνια βρισκόταν στο επίκεντρο του προβληματισμού γύρω από το ζήτημα του ιδεώδους καθεστώτος.

Σε όλα όσα λες, θα πρόβαλα έναν προφανή αντίλογο: ότι κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, εκτός από την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία είναι και η αποικιοκρατία, ο ναζισμός — που δεν είναι απλώς «κηλίδες», είναι κάτι πολύ παραπάνω.

Προφανώς! Θα απαντήσω αναφερόμενος στην Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ: ο Διαφωτισμός εμπεριέχει τις προϋποθέσεις της ανατροπής, της αναίρεσής του· δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα οριστικά προοδευτικό σύστημα, το οποίο μας οδηγεί νομοτελειακά στο καλύτερο, στην αέναη πρόοδο. Απεναντίας, μπορεί να μας οδηγήσει σε παλινδρομήσεις, βαρβαρότητες, καταστροφές. Ο Αντόρνο, στην αλληλογραφία του, που ανέφερα παραπάνω, δεν ελπίζει ότι η σωτηρία, το ex Oriente lux, θα οδηγήσει σε νέα σχήματα. Αντιθέτως, φαίνεται να πιστεύει ότι ο δυτικός πολιτισμός εμπεριέχει μέσα τα σπέρματα τόσο της καταστροφής όσο και της ελπίδας. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μην επισημαίνουμε τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού, αλλά και να μην ελπίζουμε ότι, κάποτε, θα κεφαλαιοποιήσουμε τις κατακτήσεις του.

Θα μου επιτρέψεις, εδώ, μια παρέκβαση: οι πολιτισμικές προεκτάσεις του ναζισμού είναι πάμπολλες. Θα μνημονεύσω μία, αυτό που η Χάνα Άρεντ ονομάζει «κοινοτοπία του κακού». Η λογική της υποταγής στις εντολές απαλλάσσει πάσης ευθύνης τον υποτασσόμενο, και έτσι το οποιοδήποτε «κακό» είναι πιθανό και αποδεκτό. Θα ισχυριζόμουν ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα, όχι σε σχέση με την υπακοή στον Χίτλερ ή την ανείπωτη φρίκη του ναζισμού (φυσικά, και το τονίζω, αυτό δεν σημαίνει, κατά κανέναν τρόπο, ότι ζούμε μια κατάσταση αντίστοιχη με αυτή που επέβαλε ο ναζισμός), αλλά όσον αφορά την ανθρώπινη εξαθλίωση. Η εξαθλίωση, η καταστροφή των ανθρώπων, με εγκατάλειψη των ανθρώπων στην αθλιότητα της μοίρας τους, θεωρείται ως αδυσώπητο και άτεγκτο αποτέλεσμα αντικειμενικών «ορθολογικών» μηχανισμών. Με αυτή την έννοια, επομένως, η εξαθλίωση έχει γίνει γενικά αποδεκτή, άρα και κοινότοπη. Εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: κάνοντας κοινότοπη την εξαθλίωση, βγάζουμε την εξαθλίωση από την καθημερινή μας σύγκρουση ιδεών, τη θεωρούμε αυτονόητη, τη συγχωρούμε και την αντιπαρερχόμαστε. Αυτό είναι από τα μείζονα πολιτισμικά προβλήματα, τα οποία μας έχει επιβάλει η κυρίαρχη άποψη σήμερα: ότι αποδεχόμαστε την εξαθλίωση ως αναγκαία. Όμως, μια κοινωνία που συναποδέχεται την εξαθλίωση αρθρώνει έναν λόγο που είναι ο ίδιος ηθικά άθλιος. Όπως ο Μαρξ μιλάει για τη φιλοσοφία της αθλιότητας και την αθλιότητα της φιλοσοφίας, μπορούμε να μιλήσουμε για τη σκέψη της αθλιότητας, που αποδέχεται την εξαθλίωση, για την αθλιότητα της ίδιας της σκέψης. Σε κάθε ιστορική περίοδο, η επιλογή των αποδεκτών προβλημάτων και, σε αντιδιαστολή με εκείνα, των προβλήματα που θεωρούνται λελυμένα δείχνει το πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο της κοινωνίας. Από τη στιγμή που δεν θεωρούμε ότι η αθλιότητα πρέπει να είναι κύριο αντικείμενο πολιτικής διαμαρτυρίας, σύγκρουσης και διαπραγμάτευσης, ο πολιτισμός μας δεν καρκινοβατεί απλώς, αλλά οπισθοδρομεί, και μάλιστα ραγδαία.

Αναφέρεσαι σταθερά, και στη συζήτησή μας και στο βιβλίο, σε αυτή την παράδοση των ευρωπαϊκών αξιών. Ποια σχέση όμως έχει η Ε.Ε. του 2014 με αυτήν;

Αν απαντούσα με μία λέξη θα έλεγα: ελάχιστη. Τα πράγματα όμως είναι πιο σύνθετα. Αρχίζω λοιπόν με τη δήλωση ότι το ευρωπαϊκό πείραμα είναι από τα σημαντικά εγχειρήματα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, για να φτιαχτεί μια νέα συμπολιτεία, να την πω έτσι, με στόχο, πρώτον, την κατάργηση των πολέμων και, δεύτερον, τη δημιουργία μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής οντότητας, που θα μπορούσε να πραγματώσει τις ευρωπαϊκές αξίες. Η προσπάθεια αυτή θεωρώ ότι έφτασε στο απόγειό της με τον Ντελόρ, τον τελευταίο Ευρωπαίο ηγέτη που σκεφτόταν με προοπτική ετών, που ονειρευόταν μια Ευρώπη που θα έλυνε τις μεγάλες αντιφάσεις του προπολεμικού ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Δεν τα κατάφερε. Η Ευρώπη σήμερα είναι φερέφωνο των αγορών, που σκέφτονται μόνο βραχυπρόθεσμα. Μιλάμε συχνά για τα συμφέροντα της Γερμανίας, για τη Μέρκελ που επιβάλλει τις θελήσεις και τα συμφέροντά της. Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο: Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες σήμερα σκέφτομαι κοντόφθαλμα, σκέφτονται πώς θα βγάλουν το επόμενο εξάμηνο, τον επόμενο χρόνο. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καλό ευρωπαϊκό μέλλον, αν δεν αλλάξει η νοοτροπία αλλά και η δομή των εξουσιών στην Ε.Ε. Θα είναι δράμα αν εκραγεί η Ε.Ε., αλλά θα είναι επίσης δράμα αν εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως σήμερα. Δεν πιστεύω, πάντως, ότι το σύστημα μπορεί να αναπαράγεται αδιατάρακτα με τον τρόπο που το έκανε μέχρι τώρα. Και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, για το ευρωπαϊκό πλέον γίγνεσθαι, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα: το ενδεχόμενο δηλαδή, ολοένα και πιο πιθανό, μιας αριστερής κυβέρνησης.

 Θα ήθελα να μείνουμε σε αυτή την «ελληνική ιδιαιτερότητα».

Για πρώτη φορά, τα τελευταία δέκα –για να μην πω πενήντα– χρόνια υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο σε μια χώρα της ΕΕ να αρχίσει να αμφισβητείται η κατεστημένη ευρωπαϊκή ηγεσία και οι κατεστημένες μορφές βραχυπρόθεσμων και κοντόφθαλμων λύσεων των προβλημάτων. Και το μεγάλο στοίχημα, βέβαια, είναι οι ελληνικές εξελίξεις να έχουν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα. Αλλιώς, είναι προφανές ότι μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνη της. Εάν όμως μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα –ή αλλού– έχει πολλαπλασιαστικές προεκτάσεις και εάν ένα μεγάλο κομμάτι της Ευρώπης θέσει επί τάπητος τις καταστατικές αρχές βάσει των οποίων θέλει να λειτουργήσει η Ε.Ε., τότε μπορεί να υπάρξει ένας από κοινού λειτουργών ευρωπαϊκός λαός. Και τότε θα έχουμε να κάνουμε με μια νέα Ευρώπη.

Φυσικά, κάθε τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι σπαρμένο με αγκάθια, καθώς και η συμμαχία με άλλες δυνάμεις εκτός Ελλάδας. Το δημοκρατικό ιδεώδες και το συμφέρον του λαού έρχεται σε αντίθεση με δυνάμεις τεράστιες, που ξεπερνάνε τη χώρα, ξεπερνάνε τους θεσμούς, ξεπερνάνε ό,τι γνωρίζαμε έως τώρα. Το παιχνίδι θα είναι σκληρό, πάρα πολύ σκληρό, πριν και μετά τις εκλογές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι απαισιόδοξος.

Από πού μπορούμε να αντλήσουμε, λοιπόν, αισιοδοξία;

 Η δύναμη της Αριστεράς έχει θεμέλιο και βάση τον λαό· αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η ευκαιρία, και από εκεί πηγάζει και η αισιοδοξία. Στο μέτρο, άλλωστε, που εξακολουθεί κανείς να θέλει να μετέχει στο γίγνεσθαι, με οποιονδήποτε τρόπο (είτε τέχνη κάνει είτε επιστήμη είτε πολιτική) η απαισιοδοξία συνιστά contradictio ad rem. Μετέχει κανείς στο γίγνεσθαι, γιατί θεωρεί ότι μπορεί να συμβάλει σε κάτι το οποίο θέλει να γίνει, κάτι στο οποίο πιστεύει. Αλλιώς, τα παρατάει. Και εγώ, προσωπικά, δεν έχω καμία διάθεση να παραιτηθώ από τον λόγο και τη συνείδησή μου. Δεν μου μένει, λοιπόν, τίποτα άλλο παρά να παραμένω αισιόδοξος, και να γίνομαι πιο αισιόδοξος.


Φωτογραφία: Γιώργος Οικονομόπουλος