Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

τέλος





Οι "Οδοδείκτες" δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν αυτό που -ιδανικά- θα ήθελα. Η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα δεν το προσπάθησα καν. Ας παραμείνουν, ωστόσο, εδώ. Ένα ακόμη ναυάγιο στον ωκεανό του διαδικτύου. Ίσως έτσι ορισμένα από τα κείμενα και τα τραγούδια κάποτε να συναντηθούν με όσους θα τα έχουν ανάγκη. 

Έφτασε άραγε η ώρα να ακολουθήσω το παράδειγμα του φίλου μου του "Λαδοπόντικα"; Μακριά από τη σοβαροφάνεια, τις μεγάλες ιδέες, τον φόβο του προσωπικού στίγματος; 

Ο καιρός θα δείξει. 

Χαιρετώ. 


Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Η μουσική, η Γερμανία, ο Νότος






Του Κώστα Λιβιεράτου (από εδώ)


«Απέναντι στη γερμανική μουσική νομίζω πως πρέπει να διατηρεί κανείς κάθε είδους επιφυλάξεις. Αν υποτεθεί ότι κάποιος αγαπά τον Νότο όπως τον αγαπώ εγώ, σαν ένα μεγάλο σχολείο για την ανάρρωση του πνεύματος και των αισθήσεων, σαν μια απέραντη ηλιόφωτη πληρότητα και μεταμόρφωση, που απλώνεται πάνω σε μια ύπαρξη αυτεξούσια, σίγουρη για τον εαυτό της, τούτος θα μάθει να φυλάγεται κάπως από τη γερμανική μουσική, καθώς αυτή, χαλώντας του πάλι το γούστο, του χαλάει μαζί και την υγεία. Ένας τέτοιος Νότιος, όχι από καταγωγή αλλά από πίστη, εφόσον ονειρεύεται το μέλλον της μουσικής, πρέπει να ονειρεύεται επίσης μια λύτρωση της μουσικής από το βορρά και να έχει στ’ αφτιά του το πρελούδιο μιας πιο βαθιάς, πιο δυνατής, και ίσως πιο καταχθόνιας και μυστηριώδους μουσικής, μιας υπεργερμανικής μουσικής που δεν σβήνει, δεν κιτρινίζει, δεν χλομιάζει στη θέα της γαλάζιας φιλήδονης θάλασσας και της μεσόγειας ουράνιας λαμπρότητας, όπως κάνει κάθε γερμανική μουσική· μιας υπερευρωπαϊκής μουσικής που δικαιώνεται ακόμη κι απέναντι στα καστανά ηλιοβασιλέματα της ερήμου, που η ψυχή της συγγενεύει με το φοινικόδεντρο και ξέρει να περιδιαβαίνει με οικειότητα ανάμεσα σε μεγάλα όμορφα μοναχικά αρπακτικά… Θα μπορούσα να φανταστώ μια μουσική που η τόσο σπάνια μαγεία της θα συνίστατο στο ότι δεν θα ήξερε πια τίποτε για το καλό και το κακό, μόνο ίσως θα την διέτρεχε από καιρό σε καιρό μια κάποια νοσταλγία σαν εκείνη του ναυτικού, μια κάποια χρυσή σκιά και τρυφερή αδυναμία: μια τέχνη που θα έβλεπε να έρχονται από μεγάλη απόσταση για να καταφύγουν σ’ αυτήν τα χρώματα ενός σχεδόν ακατανόητου πλέον ηθικού κόσμου την ώρα της πτώσης του και που θα ήταν αρκετά φιλόξενη και βαθιά ώστε να υποδεχτεί τέτοιους όψιμους φυγάδες».

(Φρ. Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, 255, 1886)


Αυτός ο ωραίος, αν και «παράκαιρος» εκ πρώτης όψεως, αφορισμός του Νίτσε μας ενδιαφέρει σήμερα εδώ για πολλούς λόγους. Από τη μια, μάς καλεί απροσδόκητα να πάρουμε κάποια απόσταση από τη γερμανική μουσική, την οποία, όπως ξέρουμε, ο Νίτσε γνώριζε σε βάθος και είχε εξυμνήσει συγκεκριμένες εκφάνσεις της (όπως τα μουσικά δράματα του Βάγκνερ). Τούτη η μουσική παρουσιάζεται εδώ ικανή να χαλάει το γούστο και κατ’ επέκταση την υγεία του ανθρώπου, κι αυτό γιατί μετέχει σ’ έναν κόσμο, τον Βορρά, που αρρωσταίνει τις αισθήσεις και το πνεύμα, καθηλωμένος στις όλο και πιο ακατανόητες ηθικές εμμονές του. Όπως θα πει αλλού ο Νίτσε, η Γερμανία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του κόσμου: «“Γερμανός” είναι ένα επιχείρημα, “η Γερμανία, η Γερμανία υπεράνω όλων” μια αρχή, οι Γερμανοί αντιπροσωπεύουν την “ηθική παγκόσμια τάξη” στην Ιστορία». Και αν «κάθε έγκλημα κατά του πολιτισμού εδώ και τέσσερις αιώνες βαραίνει τη συνείδησή τους» είναι επειδή «στέρησαν την Ευρώπη από τη σοβαρότητα, τη σημασία της τελευταίας μεγάλης εποχής, της εποχής της Αναγέννησης», καθώς ο Λούθηρος, «αυτός ο καλόγερος της συμφοράς, παλινόρθωσε την Εκκλησία και, κάτι που είναι χίλιες φορές χειρότερο, το χριστιανισμό, τη στιγμή της ήττας του» (Ιδού ο άνθρωπος, Η περίπτωση Βάγκνερ). Εννοείται ότι αυτή η σαρωτική κρίση δεν παραγνωρίζει τα τόσο σημαντικά γερμανικά πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα που ο Νίτσε σχολιάζει αλλού με μοναδική διεισδυτικότητα. Ανιχνεύει, ωστόσο, τις πολιτισμικές και αισθητικές συνέπειες της ηθικής, εντοπίζοντας στον προτεσταντισμό μια αφετηρία της διαδρομής που οδηγεί στην παρακμή της γερμανικής κουλτούρας.

Απέναντι σ’ αυτό τον κόσμο, ο αφορισμός 255 προβάλλει έναν άλλον, αυτόνομο, που μάλιστα επιδρά θεραπευτικά στις νοσηρές ροπές του πρώτου· είναι ο κόσμος του Νότου, φτιαγμένος πρώτα απ’ όλα από αρχέγονα στοιχεία: τη φιλήδονη θάλασσα, τον φωτεινό ουρανό κι έναν ολόλαμπρο ήλιο που μετουσιώνει την ύπαρξη. Μέσα απ’ αυτό το τοπίο, σε ψυχική συγγένεια με τις άγριες μορφές ζωής του (τα επιβλητικά φοινικόδεντρα, τα μεγάλα αρπακτικά), έρχεται το προανάκρουσμα μιας άλλης μουσικής, που υπερβαίνει τη γερμανική και την ευρωπαϊκή, αφού ανταποκρίνεται σε τούτο τον κόσμο αντί, όπως εκείνες, να ξεθωριάζει εμπρός του. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι μόνο φύση αλλά και τέχνη, κι ότι αυτή η τέχνη δεν είναι αυθαίρετη κατασκευή, αλλά κρατάει κάτι από τη φύση του. Χάρη ακριβώς στη φυσική, μαγική, σχεδόν διαβολική της δύναμη, η μουσική δείχνει πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τις ηθικές επιταγές ενός παρακμασμένου βορρά. Γι’ αυτό και φέρει μέσα της την ουτοπία· όποιος την ονειρεύεται, δεν μπορεί παρά να ονειρευτεί τη λύτρωσή της -τη λύτρωση του Νότου ολόκληρου- από την επικυριαρχία του.

Αξίζει να προσεχτεί ότι αυτοί οι δύο κόσμοι δεν είναι στεγανά διαχωρισμένοι. Ο Νίτσε υποδεικνύει τους τρόπους και τα σημεία επαφής. «Νότιος», όπως λέει, μπορεί και να μην είναι κανείς από καταγωγή αλλά από πίστη, επειδή αγαπά το νότο και συνέρχεται εκεί από τις οδυνηρές συνέπειες του βόρειου πολιτισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποιες κλειστές φυλετικές, εθνοτικές ή πολιτισμικές ομάδες αλλά για ταυτότητες που ανοίγουν σε εναλλακτικές επιλογές και διασταυρώσεις, κρατώντας μέσα τους ζωντανή την αναμέτρηση. Τέτοιες είναι, όπως λέει στον αμέσως προηγούμενο αφορισμό, η ατελής σύνθεση βορρά και νότου που απαντά στο ταμπεραμέντο των Γάλλων και η τελειότερη εκείνη που βρίσκεται πολύ πιο σπάνια σε κάποιους «γεννημένους μεσόγειους» ή «καλούς Ευρωπαίους», τόσο πολύπλευρους που δεν αρκούνται σε οποιονδήποτε πατριωτισμό παρά «ξέρουν να αγαπούν τον Νότο στον Βορρά και τον Βορρά στον Νότο» – αυτούς που για χάρη τους ανακάλυψε ο Μπιζέ με την Κάρμεν «ένα κομμάτι του Νότου της μουσικής» (254). Ακόμη και στο μελλοντικό όραμα μιας τέτοιας μουσικής, όπου η ουτοπία του Νότου θα θριάμβευε πάνω στον ηθικό ρεαλισμό του βορρά, τέτοιοι άνθρωποι, σαν όψιμοι φυγάδες θα έβρισκαν σ’ αυτήν ένα φιλόξενο καταφύγιο.

Πόσο ανεπίκαιρα, πόσο άτοπα είναι αλήθεια όλα αυτά; Τα ίδια σχήματα -Βορράς και Νότος, Ανατολή και Δύση, γερμανική Ευρώπη κι ευρωπαϊκή Ελλάδα, σκιά και φως- επανέρχονται κάθε τόσο στην κυκλοφορία με μεταλλαγμένους όρους, σωστά φαντάσματα και ομοιώματα του εαυτού τους. Έτσι κι αλλιώς, μετά από τόσες παγκόσμιες συρράξεις κι επαναστάσεις, τόσες χαμένες αυτοκρατορίες, αναμορφωμένες αποικίες και ανερχόμενες δυνάμεις, η Ευρώπη δεν είναι πια το κέντρο του κόσμου κι αυτό το είδος πολιτισμικής γεωγραφίας και φυσιογνωμικής των εθνών που ασκούσε με τόση μαεστρία ο Νίτσε φαντάζει πια ξεπερασμένο. Όμως το ζήτημα δεν είναι να διαλύσουμε τα είδωλα του παρελθόντος για να παραδοθούμε ανύποπτα στα σύγχρονα μοντέλα της οικονομίας, της πολιτικής και της επικοινωνίας, νομίζοντας πως έτσι αγγίζουμε «την πραγματικότητα». Καλύτερα θα ήταν (ακολουθώντας τον Νίτσε στον προοπτικισμό του) να αναδιοργανώσουμε όλα αυτά τα ομοιώματα για να τα ρίξουμε στη μάχη και (ριζοσπαστικοποιώντας τα πολιτικά και αισθητικά του περιεχόμενα) να ξανασχεδιάσουμε το θέατρο του πολέμου. Έτσι ο «γερμανικός» Βορράς βρίσκεται πάλι να εποφθαλμιά τον Νότο και να υπαγορεύει τους κανόνες, ο Νότος δεν παύει να δελεάζει και να σαγηνεύει το βορρά, όμως τη θέση εκείνων των εκλεκτών φυγάδων που ζητούσαν να λυτρωθούν από τη δυσφορία του πολιτισμού τους παίρνουν τώρα στίφη τουριστών σε προγραμματισμένες διακοπές. Μετά από τόσες αμφιταλαντεύσεις στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, τόσους αβέβαιους εξευρωπαϊσμούς και εκσυγχρονισμούς, τόσες ατελέσφορες αντιπαροχές, εκποιήσεις, χρέη και μνημόνια, κοντεύουμε πια να γίνουμε «βόρειοι» (όχι από καταγωγή αλλά από «πίστη»): έχουμε μάθει πάνω στο πετσί μας να ξεχωρίζουμε το καλό και το κακό κι έχουμε σωματοποιήσει τις ενοχές και τις αρρώστιες του πολιτισμού, χλομιάζουμε κι εμείς μπροστά στο απέραντο γαλάζιο και νιώθουμε αίφνης μια ανεξήγητη νοσταλγία για ό,τι αφήσαμε πίσω μας, σαν να ’μαστε φυγάδες στον ίδιο μας τον τόπο.

Τι απομένει, λοιπόν; Λίγα πράγματα. Μόνο ίσως να κοιταχτούμε ανάμεσά μας και να κοιτάξουμε μέσα μας· να ξαναβρούμε το χάρτη, να βάλουμε την πυξίδα και να πορευτούμε αντίδρομα, ακολουθώντας τον ψίθυρο μιας μελλούμενης λησμονημένης μουσικής. Έξω και μέσα, εδώ και τώρα, παντού και πάλι, ο Νότος μάς καλεί.


Ζωγραφική:  Paul Klee, Saint-Germain near Tunis (1914)

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Χωρίς μία νέα ελληνική ιδέα δεν μπορεί να ορθοποδήσει τίποτε




Συνέντευξη του Αντώνη Ζέρβα στον Σταμάτη Μαυροειδή (από εδώ)



Οι πρώτες κινήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης εντός και εκτός συνόρων υπήρξαν και παραμένουν ενδιαφέρουσες σε επίπεδο πολιτικών συμβολισμών. Μέλλει να απαντηθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων αν αυτές θα «εξαερωθούν» ή θα αποδειχθούν χειρονομίες με διάρκεια και στρατηγικό βάθος. Αν συμβεί το δεύτερο, η τραγωδία που έζησε ο ελληνικός λαός στα πέντε τελευταία χρόνια θα κλείσει με κάθαρση. Στην αντίθετη περίπτωση, θα προστεθεί ένα ακόμη αδικαίωτο τραύμα στο σώμα της Δημοκρατίας και του τόπου. Δεν θα είναι πρωτόγνωρο βέβαια, αφού κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό, ξένοι και εγχώριοι δεσμοφύλακες με όπλο τον εκβιασμό και τις απειλές επιβάλλονται, δυστυχώς, στη βούληση του λαού μας. Παρότι η σύγκρουση που εξελίσσεται είναι εκ προοιμίου άνιση, δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω. Και αυτό, γιατί «είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα εισέρχεται στην Ευρώπη ως πραγματικός εταίρος, η πρώτη φορά που εμφανίζεται ενώπιον των εταίρων με έγκυρο κριτικό και θαρραλέο λόγο», όπως με έμφαση σημειώνει ο Αντώνης Ζέρβας. Η φωνή του συνομιλητή μας αποκτά ιδιαίτερη σημασία για έναν επιπρόσθετο λόγο. Ο Α. Ζέρβας θήτευσε επί 30 και πλέον χρόνια στην Κομισιόν, στην καρδιά και «φωλιά της Ευρώπης», εκεί όπου επωάζεται και αποθεώνεται η γλώσσα των λογιστών και των αριθμών τους. Ας τον ακούσουμε…


Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιο νέο ποιοτικό στοιχείο (στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή σκηνή) ή μήπως εξελίσσεται ένα παραλλαγμένο σχέδιο προσαρμογής, οι προεκτάσεις του οποίου δεν είναι ακόμη ορατές στην κοινή γνώμη;

Είναι απίστευτο κι όμως αληθινό! Για πρώτη φορά από την ένταξή της στην ΕΟΚ, η Ελλάδα κατορθώνει να εκφέρει δικό της λόγο. Για πρώτη φορά λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν τα ερωτήματα και οι προτάσεις της, παρά τις ανελέητες προσπάθειες που καταβάλλονται για την απαξίωσή τους εντός και εκτός της εθνικής επικράτειας. Τα ερωτήματα δεν είναι εύπεπτα, διότι θέτουν σε αμφισβήτηση όχι μόνο την τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία έτσι κι αλλιώς, έχει αποτύχει και στην πράξη και στη θεωρία. Θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την πορεία της Ε.Ε. Είναι όντως εξοργιστική η στάση της, τη στιγμή που όλα τα κράτη- μέλη συναντούν δυσχέρειες και γνωρίζουν κοινωνικές αναταραχές. Και πιο εξοργιστική ακόμη, τη στιγμή που έχει επίγνωση πλέον του χάσματος που την χωρίζει από τους ίδιους τους λαούς της.

Ανεξαρτήτως απαντήσεως όμως, για πρώτη φορά στην «ενωσιακή» της Ιστορία, η Ελλάδα εμφανίζεται ενώπιον των εταίρων της με έγκυρο κριτικό λόγο, επειδή ακριβώς έπαθε. Οπωσδήποτε φέρει ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθε, πλην όχι όλη την ευθύνη. Το γεγονός είναι ότι παρά τις αιματηρές θυσίες που επιβλήθηκαν στον τόπο, η οικονομική πολιτική της λιτότητας απέτυχε παταγωδώς. Δεν υπάρχει διέξοδος, πρόκειται για την επιβίωση της χώρας. Άρα, επιβάλλεται αναθεώρηση.

Κανείς άλλος πολιτικός ηγέτης δεν είχε το σθένος αλλά και την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία για να βγει θαρραλέα στη μέση και να εκθέσει το πρόβλημα.

Απ’ τις πρώτες κιόλας πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης η ταπεινωμένη υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια των Ελλήνων φαίνεται ότι επανέκαμψαν. Είναι το φρόνημα του λαού ουσιαστικός όρος ώστε να ελπίζουμε σε κάποια πολιτική μετατόπιση των πραγμάτων;

Σε αντίθεση με τους μνημονιακούς, οι οποίοι εκόντες-άκοντες μετέτρεψαν την εθνική κρίση σε λογιστικό πρόβλημα, η νέα ελληνική κυβέρνηση έθεσε τον δάκτυλον επί των ήλων: Τι είναι επιτέλους η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας οικονομικός συνασπισμός που θυσιάζει τα πάντα στον βωμό της αποδόσεως ή ένα δημοκρατικό σχέδιο ειρήνης, συνεργασίας και ευημερίας των ευρωπαϊκών λαών; Πώς είναι δυνατόν να επιδεικνύεται τέτοια πεισματική προσήλωση σε ένα οικονομικό πρόγραμμα που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού, προξενώντας τόση δυστυχία και ερημωτική υποτέλεια; Πώς είναι δυνατόν να αγνοούνται τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα των λαών και να παραγνωρίζονται οι συνταγματικές ελευθερίες τους από την ίδια την Ε.Ε. Είναι τάχα η δημοκρατία μύθευμα;

Η λογιστική, όπως και κάθε γλώσσα των αριθμών, μπορεί να οδηγήσει σε τερατουργίες. Το σχεδιαζόμενο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας εξέπληξε και αυτούς ακόμη τους εταίρους μας. Και ακριβώς. Από τη ρεάλ πολιτίκ των αριθμών πάσχει σήμερα η Ευρώπη, γενικότερα. Αλλά αυτό που συμφέρει μία επιχείρηση δεν είναι κατ’ ανάγκην προς συμφέρον της κοινωνίας. Είναι εγκληματικό να χαράσσονται οικονομικές πολιτικές ερήμην της κοινωνίας. Ο Ντελόρ που ώθησε την Ευρώπη προς αυτή την κατεύθυνση, το μετάνιωσε. Ήταν, όμως, αργά.

Εδώ και δύο αιώνες, ο οικονομικός φιλελευθερισμός που αποβλέπει στη συρρίκνωση και την τελική κατάργηση του κράτους, επαναλαμβάνει τον ίδιο σκοπό: «Δεν μας αφήσατε να ολοκληρώσουμε το απορρυθμιστικό μας έργο». Η πάγια θέση του οικονομικού φιλελευθερισμού ότι η δημιουργία πλούτου χάρη στην άνευ κωλυμάτων επιχειρηματικότητα ευνοεί τελικώς την κοινωνία, αποδεικνύεται κάθε φορά μια φούσκα. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς τι θα γινόταν αν κυβερνούσαν οι επιχειρήσεις.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση έδειξε χειροπιαστά προς πάσαν κατεύθυνση τον απόλυτο παραλογισμό στον οποίον οδηγεί ο άκρατος οικονομικός ρασιοναλισμός της ισχύος, όπως εκπροσωπείται σήμερα από τη Γερμανία και τους συμμάχους της.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι σήμερα και μόνο σήμερα εισήλθε η Ελλάδα στην Ε.Ε. ως εταίρος. Η Ευρώπη που δεκαετίες τώρα προβάλλεται στον τόπο μας, είναι η Ευρώπη των διαφημίσεων, η Ευρώπη με τη μορφή pin up. Αυτή σερβίρουν και αυτή λαχταρούν. Αλλά δεν γίνεσαι Ευρωπαίος με σαββατοκύριακα στα ξενοδοχεία 5 αστέρων και στα κυλικεία των Βρυξελλών.

Η φωνή του Τσίπρα και του επιτελείου του προήλθε από τη σκεπτόμενη Ευρώπη η οποία δεν είναι ορατή, όπως η Ευρώπη των λογιστικών μετρήσεων.

Είναι πράγματι εντυπωσιακή η απήχηση του Τσίπρα στον απλό πολίτη της Ένωσης που βλέπει καθημερινά τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων, την καλπάζουσα ανεργία, την ασφυκτική οργάνωση της καθημερινότητας. Τέτοιους ηγέτες ονειρεύεται και όχι τους Γιούνκερ των φορολογικών παραδείσων ή όσους αποτυγχάνουν στον τόπο τους για να επιβραβευθούν με ηγετικά πόστα στην Κομισιόν, όπως ο κ. Μοσκοβισί. Κι έπειτα παραπονούνται για τις αντιευρωπαϊκές εξάρσεις των πολιτών.

Παραταύτα οι… Βρυξέλλες επιμένουν ότι η κρίση στην Ελλάδα οφείλεται στην ασυδοσία των τεμπέληδων Ελλήνων, του διογκωμένου δημοσίου και της διαφθοράς του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Μήπως αυτή η επιμονή προϊδεάζει για την συνολική αλλαγή στο κοινωνικό υπόδειγμα της Ευρώπης που γνωρίσαμε;

Δεν υπάρχει αλλαγή υποδείγματος! Η Ε.Ε. είναι βεβαίως υποχρεωμένη να αναθεωρήσει την πολιτική της και θα το πράξει με τον ένα ή άλλον τρόπο. Η τρόικα θα εξαφανισθεί προς μεγάλη λύπη των μνημονιακών. Αλλά το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα δεν πρόκειται να αλλάξει έτσι εύκολα. Η οικονομική βαρύτητα της Ελλάδας δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο. Το μέγα εμπόδιο είναι οι δεσπόζουσες οικονομικές αρχές του σύνολου οικοδομήματος. Η κρατούσα αντίληψη περί αναπτύξεως, περί καινοτομίας, περί αποδόσεως και εκμετάλλευσης των πηγών ενέργειας. Όλα τούτα αποτελούν την ισχύ του δυτικού πνεύματος που κυριαρχεί σε πλανητικό επίπεδο. Αλλά αν η ισχύς του δυτικού πνεύματος έγκειται στην ορθολογική οργάνωση, το μεγαλείο της αθέατης Ευρώπης απορρέει από τις δυνάμεις που αντιστέκονται και πασκίζουν να εξισορροπήσουν τις καταστροφικές ροπές του ρασιοναλισμού της. Η σκέψη και η τέχνη στάθηκαν ανέκαθεν τα μεγάλα οχυρά του ευρωπαϊκού πνεύματος εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Μεγάλος είναι ο πολιτισμός που γνωρίζει να κρίνει τον εαυτό του. Η ισχύς και μόνο είναι αδιέξοδη. Αγαπάμε τη γερμανική σκέψη και τέχνη πλην αποστρεφόμαστε το σημερινό πρόσωπο της χώρας. Αυτό θα γεράσει, η σκέψη και η τέχνη της Γερμανίας θα μείνουν. Γι’ αυτό και το αίτημα των αποζημιώσεων αποκτά ζωτικότατη σημασία. Υπενθυμίζει, στιγματίζοντας, την αλαζονεία της ισχύος. Η Γερμανία δεν μπορεί να στηρίζεται στη νομική παραγραφή των ευθυνών της ενόσω μένει ανυποχώρητη στις υπεράνθρωπες αξιώσεις της. Τα κόκκαλα του Γκαίτε τρίζουν στα χείλη του Σόιμπλε. Κανά-δυο χρόνια πριν, η γαλλική εταιρία σιδηροδρόμων αναγκάσθηκε να καταβάλει υψηλότατο πρόστιμο κατά τη σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, διότι τα τρένα της είχαν χρησιμοποιηθεί ως «βαγόνια του θανάτου». Κανείς δεν διανοήθηκε να προβάλει το επιχείρημα ότι «παρήλθαν 70 χρόνια».

Όπως και να έχει πάντως, οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρώπης είναι μάλλον περιορισμένες. Αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να αλλάξει η κρατούσα καταναλωτική, οικονομίστικη αντίληψη. Και γι’ αυτό η Ελλάδα δεν πρέπει να βιάζεται. Δεν διαθέτουμε ισχύ, διαθέτουμε όμως μία αντιωφελιμιστική και αντιρασιοναλιστική παράδοση που δεν πρέπει να θυσιασθεί στο βωμό του αλόγιστου προοδευτισμού. Ο «καλός» διαφωτισμός εναντίον του «κακού» μεσαίωνα δεν είναι μόνο προτάσεις επιστημονικά αβάσιμες, διαιωνίζουν το μέγα μύθευμα της προόδου, την ιδεολογία της Προόδου.

Εδώ είναι ο κόμπος. Είναι επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιορισθεί το περιεχόμενο της προόδου, δηλαδή το περιεχόμενο του εξορθολογισμού και της ανάπτυξης. Το πρόβλημα του καπιταλισμού δεν επιλύεται απλώς με την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μέγα ζήτημα σήμερα δεν είναι η τιθάσευση της φύσεως, αλλά η τιθάσευση της προόδου που ταυτίζεται με την οικονομοτεχνική ισχύ και μετατρέπει τις κοινωνίες σε ασφυκτικά οργανωμένους καταυλισμούς.

Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία που η Αριστερά αναλαμβάνει ευθύνη διακυβέρνησης. Οι ώς τώρα κυβερνήτες και το πολιτικό προσωπικό τους ισορροπούσαν επιλέγοντας τον πλουτισμό και τη δόξα αδιαφορώντας για τις ανάγκες των πολιτών. Για ποιο λόγο υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει το ελληνικό κράτος κ. Ζέρβα;

Σύμφυτο με το ερώτημα τι είναι σήμερα η Ε.Ε., είναι και το ερώτημα γιατί υπάρχει το ελληνικό κράτος. Ο Τσίπρας καλείται να εμφυσήσει πνεύμα εθνικής ομοψυχίας. Όπως ακριβώς πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα με την περίτρανη εκλογική του νίκη, έτσι θα πρέπει και να αποβλέψει σε μία νέα πνευματική σύνθεση του Ελληνισμού. Χωρίς μία νέα ελληνική ιδέα δεν μπορεί να ορθοποδήσει τίποτε.

Οι αριστερές, προοδευτικές ιδεοληψίες πρέπει να μετριασθούν αλλά και να σαρωθούν οι συντηρητικές ακαμψίες. Το ζητούμενο είναι η σύνθεση ενός ήπιου εκσυγχρονισμού και φωτεινής συντήρησης.

Το πρόβλημα της παιδείας όπως και το πρόβλημα της ορθόδοξης εκκλησίας είναι εξαιρετικώς λεπτά ζητήματα.

Εάν με τον όρο «αριστεία» εννοείται ο υπερτεχνολογικός προσανατολισμός με γνώμονα το IQ, τότε ας καταργηθεί. Χρειάζονται όμως σχολεία αρίστων, όπου η έμφαση δεν θα δίδεται στη διάνοια και στον εγκέφαλο, όπως θέλει σήμερα η Ε.Ε. Παιδεία αρίστων είναι η παιδεία των ερωτημάτων. Εγκέφαλοι και διάνοιες επεξεργάζονται τα τραπεζικά προγράμματα και χαράσσουν τις οικονομικές πολιτικές. Η τεχνική καθιστά τον πολίτη τάμπουλα ράζα. Πώς να αντιμετωπίσει ο υπερτεχνολογικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης τα φιλοσοφικά και ιστορικά ερωτήματα που ενσκήπτουν με τόση δριμύτητα στις μέρες μας;

Ένα δεν πρέπει να λησμονείται: το ελληνικό κράτος δεν προέκυψε από τη μακροχρόνια και βίαιη διεργασία εκκοσμίκευσης του Χριστιανισμού και της θεολογίας του που θα οδηγούσε στη διαμόρφωση των σύγχρονων δυτικών κρατών και της πολιτικής φιλοσοφίας τους γενικότερα.

Μια μικρή χώρα με περιορισμένα παραγωγικά μέσα και ιδιαίτερη παραγωγική νοοτροπία έχει ανάγκη από ένα δίκαιο κράτος. Εάν αφεθεί στο έλεος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δεν θα μείνει τίποτε. Σκεφθείτε μόνο το προοδευτικό πνεύμα των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης που με τον όρο ανάπτυξη εννοούν τη μεταφύτευση του Λος Άντζελες και της ισπανικής Ριβιέρας στις περιοχές τους. Η λογική αυτή πρέπει να καταπολεμηθεί πάση θυσία, όποια κι αν είναι τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της.