Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Ένα πρόγραμμα χωρίς έμπνευση




Του Αντώνη Λιάκου (από εδώ)   


Δεν θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα το οποίο έχει διαγράψει μια δυναμική πορεία, που το φέρνει με αξιώσεις στα πρόθυρα διακυβέρνησης, να κυκλοφορεί πρόγραμμα πολιτισμού που θυμίζει ΠαΣοΚ δεκαετίας '80. Βέβαια η «βίαιη ωρίμανση» δεν συντελείται ταυτόχρονα παντού, και εκτός από τα άγουρα υπάρχουν και τα μπαγιάτικα. Βέβαια σ' όλα τα μεγάλα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες. Διαπιστώνει επίσης κανείς, από την εμπειρία των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι η πολιτική του πολιτισμού θεωρείται κερασάκι στην τούρτα, πολυτέλεια που αφορά δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Ιδια άποψη διαπερνά βέβαια και τις κριτικές που δέχτηκε έως τώρα αυτό το πρόγραμμα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την έννοια πολιτισμός χωρίς εξιδανίκευση ή πέραν της σχέσης βάση - εποικοδόμημα. Αλλά ο πολιτισμός παράγει. Και όταν λέμε παράγει δεν εννοούμε την κακόηχη ανοησία περί «βιομηχανίας πολιτισμού στην Ελλάδα». Ο πολιτισμός παράγει υποκείμενα, τις σχέσεις τους με το σώμα τους, την τεχνολογία, τη θρησκεία, την οικονομία και την κοινωνία, παρεισφρέει στην ίδια την υφή τους.

Διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας και αρθρώνουμε λόγο γι' αυτόν μέσα από το πολιτισμικό αλφάβητο που μάθαμε να χρησιμοποιούμε. Ο πολιτισμός με δυο λόγια δεν περιλαμβάνει απλώς ιδέες και αξίες στη σφαίρα του υψηλού, αλλά επίσης τεχνολογία και καθημερινές πρακτικές. Ο πολιτισμός της ψηφιακής εποχής είναι διαφορετικός από εκείνης του έντυπου λόγου, όπως και εκείνος διέφερε από την εποχή του χειρογράφου. Επομένως μια πολιτική του πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να αφορά απλώς «τέχνες και γράμματα», ούτε να διέπεται από μιαν εκ των άνω προς τα κάτω κρατική λογική. Η νέα τεχνολογία αναδιατάσσει τις κοινότητες, το εθνικό και το διεθνές, την παραγωγή, κυκλοφορία και χρήση της πληροφορίας. Πολιτισμός χωρίς συμμετοχή, συμμετοχή του πλήθους, δεν νοείται. Η πρόκληση αφορά τη δημιουργική οργάνωση του χάους. Μια πολιτική πολιτισμού πρέπει να διαπερνά το σύνολο ενός κυβερνητικού προγράμματος.

Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μια κρίση πολιτισμού. Είναι άνθηση πολιτισμού. Αν η οικονομική κρίση είχε συνοδευτεί και από πολιτισμική κρίση, η χώρα θα ήταν νεκρή. Οποιος κοιτάξει γύρω του, αν δεν πάσχει από πρεσβυωπία, θα δει τον κόσμο να συζητάει τα μεγάλα ζητήματα από την αρχή, θέτοντας υπό κριτική αυτονόητα και βασικές έννοιες. Ενα βουλευτήριο έχει γίνει ο τόπος μας, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή όχι και αν οι συζητήσεις ικανοποιούν τα γούστα των διανοουμένων. Ο κόσμος έχει πάρει τον λόγο. Εχει γίνει υποκείμενο του λόγου του. Πλήθος μικρές θεατρικές, μουσικές, χορευτικές, ποιητικές ομάδες και παρέες συναντιούνται και κάνουν πράγματα, μόνες τους, με λίγα μέσα. Πόσες πρωτεύουσες έχουν το βράδυ τον πλούτο εκδηλώσεων της Αθήνας; Οι άξονες του πολιτισμικού χώρου αναδιατάσσονται με την είσοδο νέων μεγάλων παικτών. Και η εμφάνιση του ναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας, σ' αυτή την έκταση, πολιτισμικό φαινόμενο είναι. Οχι έλλειψη, όχι απουσία πολιτισμού, αλλά προσπάθεια να δοθεί στον πολιτισμό ένα νόημα και να συνδεθεί με οικεία πράγματα, οικεία κακά. Ο πολιτισμός είναι όρος αξιακά ουδέτερος. Οι καινούργιες πολιτικές ταυτότητες θα αντλήσουν από αυτό το έδαφος. Θα είναι και αποδεκτές και απαράδεκτες, αλλά πολιτισμικά προσδιορισμένες και με πολιτισμικά υλικά φτιαγμένες. Αντί λοιπόν το πρόγραμμα πολιτισμού της Αριστεράς που φιλοδοξεί να θέσει τη χώρα σε καινούργια τροχιά να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις, να έχει συνολική οπτική, είναι μια συρραφή από συντεχνιακά αιτήματα όπως οι 19 τοπικοί κρατικοί ραδιοσταθμοί και η ενιαία τιμή του βιβλίου! Απουσιάζουν οι μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές, που θα αποτυπώσουν την ταυτότητά του. Χωρίς έμπνευση.

Σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το βασικό ζήτημα θα ήταν η πρόσβαση στους πολιτισμικούς πόρους. Η ανισότητα και η ανισοκατανομή πολιτισμικών πόρων και συμβολικού κεφαλαίου παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική ανισότητα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και δεν έχει την πολυτέλεια μιας ελιτίστικης δόμησης της παιδείας και των πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Η έγνοια για τον πολιτισμό πρέπει να διεισδύσει βαθιά στην εκπαίδευση, στη διά βίου μάθηση, στην επαφή με τις κοινότητες των μεταναστών, στη μεταφορά πολιτισμικών πόρων στις υποβαθμισμένες περιοχές. Καιρός να θέσει η Αριστερά το ζήτημα της πολιτισμικής δημοκρατίας ως έναν από τους βασικούς άξονες του προγράμματός της. Η πολιτική δημοκρατία είναι ανάπηρη και ανυπεράσπιστη χωρίς πολιτισμική δημοκρατία, και μάλιστα σε μια εποχή στην οποία το σώμα πάνω στο οποίο άνθησε η δημοκρατία έπαψε να είναι εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενές.

Πώς ένα κόμμα που δεξιώνεται την Μπάτλερ, τη Σπίβακ, τον Αγκαμπεν, τον Ζίζεκ, τον Μπαλιμπάρ, που διαθέτει σοβαρούς διανοούμενους, μπορεί ταυτόχρονα να αρθρώνει παρόμοιο φοβικό πρόγραμμα; Πού αποτυπώνεται στο πρόγραμμα η κριτική θεωρία, οι επεξεργασίες της πολιτισμικής Αριστεράς; Αν το κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πώς αντιμετωπίζονται οι βαθιές πολιτισμικές διακρίσεις που τις συνοδεύουν, η επίταση των ανισοτήτων στο συμβολικό πεδίο; Πάνω στην οικονομική στέρηση, προωθώντας μια συνωμοσιολογική και εθνοκεντρική ανάγνωση του κόσμου, βασίζεται και η ευρωσκεπτικιστική λαϊκιστική Δεξιά. Οπως η πολιτισμική Αριστερά χωρίς την κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων γίνεται παιχνιδάκι της τεχνοκρατικής και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, έτσι και η κοινωνική Αριστερά χωρίς την κριτική της πολιτισμικής Αριστεράς κινδυνεύει να μοιάσει της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς.

Τέλος, ένα πρόγραμμα γειωμένο στην Ελλάδα δεν μπορεί να μη συζητεί την «τυραννία της αρχαιότητας» σε βάρος της σύγχρονης δημιουργικότητας. Το κυρίαρχο πλέγμα αντιλαμβάνεται τη σχέση των Ελλήνων με την ιστορία τους ως μια μεταπρατική σχέση. Η μνήμη και οι ιστορικές κληρονομιές έχουν επισκιάσει την έννοια του πολιτισμού και τη δυναμική της σχέση με το μέλλον. Δεν αφορά αυτό την πολιτική πολιτισμού της Αριστεράς;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η βιοπολιτική της ανευθυνότητας





Της Μαρίας Μάρκου (από εδώ)


Σε πρώτη ευκαιρία μας θυμίζουν ότι έχουν κι αυτοί καρδιά. Πονάνε τον ελληνικό λαό που κάνει θυσίες, δεν φταίνε όμως που τις επιβάλλουν.

Είναι, βλέπετε, το «χθες» που τους έλαχε να κληρονομήσουν. Το χθες με τα δικά μας λάθη που κάνει τη λεηλασία της ζωής μας να μοιάζει Θεία δίκη και τη δική τους αξίωση στην υποταγή μας να μοιάζει λογική. «Θέλετε να γυρίσουμε στο χθες»; Ρητορική ερώτηση με μια υποψία απειλής. Όπως το «να τα ξεχάσετε αυτά που ξέρατε» στην τελευταία κοινοβουλευτική εμφάνιση του πρωθυπουργού. Η δημιουργική καταστροφή προϋποθέτει τη συλλογική αμνησία.

Είναι και ο Προϋπολογισμός που δεν βγαίνει. Ουκ αν λάβοις… Το αυταπόδεικτο της σπάνης μας υποχρεώνει ν' αποδεχτούμε ότι χάσαμε. Στο περιθώριο εκείνης της ιστορίας επιτυχίας, ο γνωστός Γεωργιάδης ρωτούσε πρόσφατα στην τηλεόραση «δεν προσέξατε ότι η χώρα χρεοκόπησε;» για να προτείνει τη διακοπή χρηματοδότησης του δημόσιου πανεπιστημίου, σε όφελος της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων «που θα φέρουν εισόδημα στη χώρα». Έτσι ακριβώς. Εισόδημα για τη χώρα είναι το εισόδημα του επιχειρηματία. Ε, δεν μπορεί, κάπως θα το ξοδέψει. Ο εξίσου γνωστός Πρετεντέρης πλειοδοτούσε: «Δεν είναι καιρός να περιοριστεί το δωρεάν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη»; Και πολύ το καθυστερήσαμε.

Είναι, προπάντων, οι διεθνείς δεσμεύσεις. Αν αυτοί που μας κυβερνούν δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, «η αγορά εκδικείται» κατά πάγια συνήθειά της. Και τότε δεν θα φταίνε αυτοί να μας επιβάλουν σκληρότερες θυσίες και να αναλάβουν ισχυρότερες δεσμεύσεις. Πάντα με κόκκινες -από το αίμα μας- γραμμές.

Οι τεχνοκράτες τους βεβαιώνουν ότι κάνουν το σωστό για τη σωτηρία μιας χώρας που δεν έχουν αντιληφθεί ότι κατοικείται. Γι’ αυτό και δεν λογαριάζουν, λένε, το πολιτικό κόστος. Προσόν και τούτο μιας δημοκρατίας του τσαμπουκά αντί για εκείνη την παλιάς κοπής λαϊκή κυριαρχία. Η μόνη επιτυχία, άλλωστε, που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης ήταν ότι κατάφερε και «το πεζοδρόμιο σίγησε». Λίγες μέρες αργότερα επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη μαθητική παρέλαση. Αν δεν το φιμώσεις, πόσο θα σιγεί και το πεζοδρόμιο;

Το ανεύθυνο κράτος δεν είναι μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά το πιο ασφαλές μέσο εφαρμογής των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής, πάντα συμβατών με τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, πάντα ξένων προς τη δημοκρατία. Όπως γράφει η Wendy Brown, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική πραγματικότητα, αλλά το σχέδιο κατασκευής ενός κόσμου «κορεσμένου από το κεφάλαιο» με την έννοια ότι επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ο κανόνας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, ο υπολογισμός, η βαρβαρότητα.

Είναι μια αντι-νεωτεριστική βιοπολιτική, με εμβληματικά προϊόντα και εργαλεία της ένα νέο είδος κράτους κι ένα νέο είδος πολίτη. Παράγει ένα κράτος αμέτοχο προς την κοινωνία που δεν εγγυάται την ελευθερία της αγοράς με τον τρόπο που εγγυάται κάθε άλλη έκφραση της ελευθερίας -αν περιγράφαμε έτσι τη νομιμοποιητική βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας- αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικός «παίκτης».

Παράγει το κράτος-επιχείρηση που λειτουργεί με όρους κόστους-ωφέλειας, εκτιμά το επιχειρηματικό περιβάλλον, υπολογίζει το επιχειρηματικό ρίσκο και δρα με τρόπο που ν’ «αξίζει τα λεφτά του». Ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό κράτος που διευθύνει και ελέγχει τους πολίτες, χωρίς να έχει την ευθύνη τους.

Με τον ίδιο τρόπο παράγεται και ο πολίτης-επιχείρηση που οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, να καταστρώσει στρατηγικές, να υπολογίσει τα ρίσκα και τα κέρδη του μόνος εναντίον όλων. Ένας πολίτης απο-δημοκρατικοποιημένος, εγκατεστημένος μέσα στη φαντασμαγορία του οικονομικού ανταγωνισμού που εμφανίζει τα κοινωνικά προβλήματα σαν ιδιωτικά λάθη, σαν το αναπόφευκτο και αναγκαίο κόστος της ανάπτυξης. Ένα πολίτης ξετρελαμένος από φόβο, βουλιμικός για ασφάλεια, χρεωμένος, αποσυρμένος από τη δημόσια σφαίρα.

Αυτή η βιοπολιτική ασκείται ήδη πάνω μας. Θα νομιμοποιήσουμε αυτό το κράτος; Θα είμαστε αυτοί οι πολίτες; Θα γίνουμε μέρος αυτού του σχεδίου; Οι πιο κρίσιμες απαντήσεις δε βρίσκονται στη θεωρία, είναι υπόθεση του καθενός μας αρκεί να μην τις δώσουμε μόνοι.


* Η Μαρία Μάρκου είναι αρχιτέκτονας, απόφοιτη του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές Αστικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ.  Διδάσκει Πολεοδομία-Χωροταξία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Το ερευνητικό της έργο αφορά ζητήματα χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.  Δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις της αφορούν θέματα οικειοποίησης του χώρου, όπως και μεθόδων και πολιτικών διαχείρισης του χώρου της πόλης.

Σε πρώτη ευκαιρία μας θυμίζουν ότι έχουν κι αυτοί καρδιά. Πονάνε τον ελληνικό λαό που κάνει θυσίες, δεν φταίνε όμως που τις επιβάλλουν.
Είναι, βλέπετε, το «χθες» που τους έλαχε να κληρονομήσουν. Το χθες με τα δικά μας λάθη που κάνει τη λεηλασία της ζωής μας να μοιάζει Θεία δίκη και τη δική τους αξίωση στην υποταγή μας να μοιάζει λογική. «Θέλετε να γυρίσουμε στο χθες»; Ρητορική ερώτηση με μια υποψία απειλής. Όπως το «να τα ξεχάσετε αυτά που ξέρατε» στην τελευταία κοινοβουλευτική εμφάνιση του πρωθυπουργού. Η δημιουργική καταστροφή προϋποθέτει τη συλλογική αμνησία.
Είναι και ο Προϋπολογισμός που δεν βγαίνει. Ουκ αν λάβοις… Το αυταπόδεικτο της σπάνης μας υποχρεώνει ν” αποδεχτούμε ότι χάσαμε. Στο περιθώριο εκείνης της ιστορίας επιτυχίας, ο γνωστός Γεωργιάδης ρωτούσε πρόσφατα στην τηλεόραση «δεν προσέξατε ότι η χώρα χρεοκόπησε;» για να προτείνει τη διακοπή χρηματοδότησης του δημόσιου πανεπιστημίου, σε όφελος της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων «που θα φέρουν εισόδημα στη χώρα». Έτσι ακριβώς. Εισόδημα για τη χώρα είναι το εισόδημα του επιχειρηματία. Ε, δεν μπορεί, κάπως θα το ξοδέψει. Ο εξίσου γνωστός Πρετεντέρης πλειοδοτούσε: «Δεν είναι καιρός να περιοριστεί το δωρεάν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη»; Και πολύ το καθυστερήσαμε.
Είναι, προπάντων, οι διεθνείς δεσμεύσεις. Αν αυτοί που μας κυβερνούν δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, «η αγορά εκδικείται» κατά πάγια συνήθειά της. Και τότε δεν θα φταίνε αυτοί να μας επιβάλουν σκληρότερες θυσίες και να αναλάβουν ισχυρότερες δεσμεύσεις. Πάντα με κόκκινες -από το αίμα μας- γραμμές.
Οι τεχνοκράτες τους βεβαιώνουν ότι κάνουν το σωστό για τη σωτηρία μιας χώρας που δεν έχουν αντιληφθεί ότι κατοικείται. Γι’ αυτό και δεν λογαριάζουν, λένε, το πολιτικό κόστος. Προσόν και τούτο μιας δημοκρατίας του τσαμπουκά αντί για εκείνη την παλιάς κοπής λαϊκή κυριαρχία. Η μόνη επιτυχία, άλλωστε, που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης ήταν ότι κατάφερε και «το πεζοδρόμιο σίγησε». Λίγες μέρες αργότερα επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη μαθητική παρέλαση. Αν δεν το φιμώσεις, πόσο θα σιγεί και το πεζοδρόμιο;
Το ανεύθυνο κράτος δεν είναι μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά το πιο ασφαλές μέσο εφαρμογής των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής, πάντα συμβατών με τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, πάντα ξένων προς τη δημοκρατία. Όπως γράφει η Wendy Brown, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική πραγματικότητα, αλλά το σχέδιο κατασκευής ενός κόσμου «κορεσμένου από το κεφάλαιο» με την έννοια ότι επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ο κανόνας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, ο υπολογισμός, η βαρβαρότητα.
Είναι μια αντι-νεωτεριστική βιοπολιτική, με εμβληματικά προϊόντα και εργαλεία της ένα νέο είδος κράτους κι ένα νέο είδος πολίτη. Παράγει ένα κράτος αμέτοχο προς την κοινωνία που δεν εγγυάται την ελευθερία της αγοράς με τον τρόπο που εγγυάται κάθε άλλη έκφραση της ελευθερίας -αν περιγράφαμε έτσι τη νομιμοποιητική βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας- αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικός «παίκτης».
Παράγει το κράτος-επιχείρηση που λειτουργεί με όρους κόστους-ωφέλειας, εκτιμά το επιχειρηματικό περιβάλλον, υπολογίζει το επιχειρηματικό ρίσκο και δρα με τρόπο που ν’ «αξίζει τα λεφτά του». Ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό κράτος που διευθύνει και ελέγχει τους πολίτες, χωρίς να έχει την ευθύνη τους.
Με τον ίδιο τρόπο παράγεται και ο πολίτης-επιχείρηση που οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, να καταστρώσει στρατηγικές, να υπολογίσει τα ρίσκα και τα κέρδη του μόνος εναντίον όλων. Ένας πολίτης απο-δημοκρατικοποιημένος, εγκατεστημένος μέσα στη φαντασμαγορία του οικονομικού ανταγωνισμού που εμφανίζει τα κοινωνικά προβλήματα σαν ιδιωτικά λάθη, σαν το αναπόφευκτο και αναγκαίο κόστος της ανάπτυξης. Ένα πολίτης ξετρελαμένος από φόβο, βουλιμικός για ασφάλεια, χρεωμένος, αποσυρμένος από τη δημόσια σφαίρα.
Αυτή η βιοπολιτική ασκείται ήδη πάνω μας. Θα νομιμοποιήσουμε αυτό το κράτος; Θα είμαστε αυτοί οι πολίτες; Θα γίνουμε μέρος αυτού του σχεδίου; Οι πιο κρίσιμες απαντήσεις δε βρίσκονται στη θεωρία, είναι υπόθεση του καθενός μας αρκεί να μην τις δώσουμε μόνοι.

* Η Μαρία Μάρκου είναι αρχιτέκτονας, απόφοιτη του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές Αστικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ.  Διδάσκει Πολεοδομία-Χωροταξία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Το ερευνητικό της έργο αφορά ζητήματα χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.  Δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις της αφορούν θέματα οικειοποίησης του χώρου, όπως και μεθόδων και πολιτικών διαχείρισης του χώρου της πόλης.
- See more at: http://www.e-dromos.gr/parekkliseis237/#sthash.jbYow6jc.dpuf

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ!




Το 4ο τεύχος του περιοδικού "σημειώσεις" ανοίγει με το παρακάτω κείμενο, το οποίο αξίζει να μεταφέρουμε εδώ. Είναι γραμμένο πριν από σαράντα χρόνια ακριβώς - έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.



Η σημασία των γεγονότων του Πολυτεχνείου θάφτηκε επισήμως πριν από λίγες μέρες. Εφημερίδες, έμποροι βιβλίων δίσκων και λουλουδιών, θεατρίνοι, κόμματα, κράτος, σωματεία και κακοί ποιητές ήταν οι νεκροθάφτες. Εβδομαδιαίο περιοδικό με τίτλους μεγάλους στο εξώφυλλό του περιχαράκωνε το νόημα της εξέγερσης ως εξής: 1973, Ο ΛΑΟΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ - 1974, Ο ΛΑΟΣ ΨΗΦΙΖΕΙ. Σάμπως εκείνα τα παιδιά να σκοτώθηκαν μόνο και μόνο για να μπορούμε εμείς κάθε τέσσερα χρόνια να δίνουμε το τυπικό χρίσμα (που στο κάτω-κάτω δεν το χρειάζονται πάντα) σ' αυτούς που κυβερνούν τη χώρα ενάμιση αιώνα τώρα δίχως καμμιά διακοπή.

Ό λ ο ι μετέχουν σήμερα στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Αλλά τότε εναντίον τίνος έγινε η εξέγερση; Εναντίον του φασισμού; Μα τι άλλο επιτέλους είναι ο φασισμός παρά το "κακό" πρόσωπο του συστήματος; Τώρα μας δείχνει το "καλό" του πρόσωπο χαμογελώντας με συγκατάβαση όσο οι λαϊκές εκδηλώσεις δεν ξεφεύγουν από τα όρια του παραδεδεγμένου τελετουργικού: Μνημόσυνα, τρισάγια, λιβάνια.

Μα οι νεκροί δεν αγωνίστηκαν γι' αυτά. Δεν ήθελαν να γίνουν "εθνικοί" ήρωες. Δεν ανήκουν στο έθνος. Στο έθνος ανήκουν οι παπάδες και τα λάβαρα, οι λόγοι και τα στεφάνια των επισήμων. Στο έθνος ανήκουν οι δολοφόνοι των παιδιών. Τα παιδιά δεν ανήκουν πουθενά. Το νόημα της εξέγερσής τους δεν χωράει στα εθνικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια που θέλουν να το στριμώξουν. Ο αγώνας του Νοέμβρη δεν ήταν αγώνας "εθνικός", δεν ήταν καν αγώνας "πολιτικός" - ήταν η επανάσταση. Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στο "έθνος"· αυτή την αλήθεια εξέφραζε ένα σημείωμα αφιερωμένο στους νεκρούς: "Ο ελληνικός λαός ήταν ανάξιος της θυσίας σας". Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς - μόνο σ' αυτούς.


Σήμερα πίσω από τα πανηγύρια και τα μνημόσυνα, πίσω από τη νερουλή συνθηματολογία των πολιτικών κομμάτων διακρίνεται η αιώνια επιθυμία των νοικοκυραίων. Το "ποτέ πια άλλο Πολυτεχνείο!" δεν σημαίνει "ποτέ πια άλλος φασισμός!" αλλά: "ο αγών εστέφθη υπό επιτυχίας", ή "καθείστε τώρα φρόνιμα". Μα πάνω από τις νουθεσίες ή τις διαταγές εθναρχών, κομισάριων, μεσιών και τραμπούκων ακούγονται κάποιες άλλες φωνές στο πεζοδρόμιο: "Ένα, δυό, τρία, πολλά Πολυτεχνεία!"

Η σπουδαστική εξέγερση κηδεύτηκε προχθές. Πέρασε ήδη στις εθνικές επετείους - κρατικοποιήθηκε. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου χάθηκαν μέσα στην εικόνα του αγνώστου στρατιώτου. Το Πολυτεχνείο πέθανε - Ζήτω το Πολυτεχνείο.

                                                                                                                                                               "σημειώσεις", 26.11.74