Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Και τώρα, πού πάμε;




Του Νικόλα Σεβαστάκη (από εδώ)


Τέσσερις δεκαετίες ζούμε στο κατόπι της Μεταπολίτευσης και των χρονικών της. Μας απασχολούν τα ανώγια και τα κατώγια, οι επίσημες κι οι παράτυπες όψεις της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ζωής του ύστερου 20ού αιώνα. Οι απολογισμοί, περισσότερο πικροί παρά γενναιόδωροι, περισσεύουν. Ζούμε, κυρίως, με την απορία για το πού ακριβώς κατευθυνόμαστε, για τον προσανατολισμό αυτού του κράτους και της συγκεκριμένης κοινωνικής του ενδοχώρας.

Τα τελευταία χρόνια, η κρίση πυροδότησε ουσιαστικά όλες τις εκδοχές παρωδιακής αναβίωσης ή δογματικής αποκήρυξης της Μεταπολίτευσης. Εχει έλθει η ώρα να τεθεί και το πραγματικό ερώτημα, πέρα από το άγχος για την ανάσταση παλαιάς κοπής αγωνιστικών ριζοσπαστισμών αλλά και δίχως εχθρότητα προς τον δημοκρατικό άνεμο των χρόνων μετά το ’74, αίσθημα φανερό ακόμα σε ορισμένους κύκλους της πολιτικής και της διανόησης.

Το πραγματικό ερώτημα νομίζω ότι αφορά τη νέα επινόηση της δημοκρατίας μας ως πολιτικής κοινότητας αλλά και ως κοινωνικών πρακτικών που συναποτελούν τον ελληνικό δημόσιο χώρο. Τι σημαίνει όμως «επινόηση» όταν αναφερόμαστε σε δημόσια πρότυπα και πολιτικές συλλήψεις; Υπάρχει, ως γνωστόν, ο πειρασμός να δοθεί μιαν απάντηση στο ερώτημα με ένα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά», λύση που προωθεί πλέον έναν ακραίο εκλεκτικισμό σερφάροντας, δίχως ιεράρχηση, απ’ τα αντικρατικά στερεότυπα της νεοφιλελεύθερης Κεντροδεξιάς ώς την πολιτισμική Αριστερά. Σε αυτή την περίπτωση, η νέα επινόηση της δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με μια «μεταπαραδοσιακή» ατζέντα διαλόγου που βγάζει εκτός συμμαχίας μόνο τους φασίστες ή τους απροκάλυπτα αντιδραστικούς.

 Την ίδια στιγμή, η δεσπόζουσα εκλογικά και πολιτικά έκφραση της Αριστεράς στον τόπο μας συνεχίζει να υποτιμά τα αδιέξοδα και τις σημαντικές στρεβλώσεις που γιγαντώθηκαν και στο έδαφος προοδευτικών ή «φιλολαϊκών» κοινωνικών θεσμών των προηγούμενων δεκαετιών. Συχνά εκπέμπεται το μήνυμα πως το μοναδικό πρόβλημα από το 1974 και έπειτα υπήρξαν κάποιες κακές ολιγαρχίες, αθωώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα σύνθετο πλέγμα ηθών και πρακτικών που ιδιωτικοποίησαν την ελληνική δημοκρατία πριν ακόμα προβληθούν θεσμικά οι λεγόμενες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων.

Από τη μία βλέπουμε να προωθείται η «υπέρβαση» του παλαιοκομματισμού με όρους μεταπολιτικής και επιτροπών σοφών. Από την άλλη, είναι ορατή η αδυναμία ή και η απροθυμία του αριστερού ριζοσπαστισμού να προτείνει μια νέα πολιτική ενότητα μακριά από τη μυθολογική χρήση των «ανένδοτων αγώνων» ή την αυταπάτη για ηγεμονικές αυτοδυναμίες.

Παρ’ όλα αυτά, οι συλλογικές μας αναπαραστάσεις δεν είναι στατικές. Είναι περισσότεροι σήμερα όσοι έχουν καταλάβει ότι μια ανάπτυξη με τοξικούς Ασωπούς, μπαζωμένα ρέματα και σπατάλες Ολυμπιακών διαστάσεων θα ήταν ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότεροι, επίσης, είναι εκείνοι οι οποίοι εκτιμούν τη σημασία ενός κοινωνικού κράτους που διαθέτει σοβαρές υποδομές αλλά και το ευρύτερο κόστος που έχει η υποτίμηση της εργασίας. Πολλοί, τέλος, είναι και όσοι αποδέχονται ένα νέο πλαίσιο κανόνων δικαιοσύνης έχοντας επίγνωση της μη επιστροφής στα θέσμια του προηγούμενου μοντέλου. Από αυτόν εξάλλου τον κόσμο μπορεί και μόνο να στηριχτεί μια αριστερή πολιτική που θα έχει αυξημένη αίσθηση των δυσκολιών και του τραγικού ιστορικού περίγυρου. Και μιλώ για μια απαραίτητη αίσθηση του τραγικού, διότι διαβάζω άπειρες αναλύσεις που περιγράφουν έναν φανταστικό κόσμο χωρισμένο σε νεοφιλελευθερισμό και σοσιαλισμό παρ’ ότι σε ένα μεγάλο μέρος της γης δεν υφίσταται καν πολιτική Αριστερά (σοσιαλιστική), ενώ λίγο πιο μακριά από το χωριό μας την «ηγεμονία» την κερδίζουν με ποταμούς αίματος… σουνίτες τζιχαντιστές που ιδρύουν Χαλιφάτα!

Και στο εσωτερικό όμως επιβάλλεται η παραδοχή της πραγματικότητας: ότι αναπτύσσεται ένας υδροκέφαλος ματαιωμένος εθνικισμός, ένας αντιπολιτικός πρωτογονισμός και ένας αντιδημοκρατικός «ριζοσπαστισμός» που ονειρεύεται την ανόρθωση του έθνους ως εθνοκάθαρση (των κάθε λογής εχθρών και διαφωνούντων). Πληθαίνουν οι συμπολίτες μας που έχουν απολέσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης, που χειρίζονται απλώς διαφορετικά διαπροσωπικά ή επαγγελματικά μίση ή κινούνται αποκλειστικά στη βάση της αντεκδίκησης κατά πάντων.

Σαράντα χρόνια έπειτα από την τομή του 1974 όλα είναι λοιπόν πάνω στο τραπέζι. Υπάρχει ο λαός του Μπέου και του Κασιδιάρη αλλά και εκείνοι οι πολλοί Ελληνες που αντιστέκονται στις νέες μορφές βάναυσης χειραγώγησης των λαϊκών αισθημάτων. Και μέσα στην Αριστερά γίνεται πιο επιτακτική, ακόμα και αν δεν συζητείται ανοιχτά, η ανάγκη ενός σαφούς ηθικοπολιτικού διαχωρισμού από τις κουλτούρες του αυταρχικού ριζοσπαστισμού και της ιδεολογικής μισαλλοδοξίας που μας έρχονται από το παρελθόν. Ακριβώς για να μην περάσει το δημαγωγικό μήνυμα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά» μοιάζει πιο απαραίτητη από ποτέ η ανάγκη να ξανασκεφτούμε τη διαιρετική τομή Δεξιάς και Αριστεράς με τους όρους του έτους 2014, όχι με τους όρους του 1944, του 1965 ή και του 1989.

Ανάμεσα στο «όλοι οι καλοί Ελληνες χωρούν» και στη φαντασίωση μιας κάθετης διαίρεσης φίλων και εχθρών, ανάμεσα στην έλλειψη ιδεολογικού συνόρου και στον ιδεολογικό αναχρονισμό των εμφυλίων, ανοίγεται το πεδίο των πραγματικών και επισφαλών αναμετρήσεων. Οχι μόνο με την παγίωση της ύφεσης αλλά με την επικίνδυνη παραγωγική, ποιοτική και οικολογική καχεξία του ελληνικού καπιταλισμού. Για να μην προχωρήσει περισσότερο η απαξίωση της ευρωπαϊκής και δυτικής μας ταυτότητας που κατοχυρώθηκε μετά το 1974. Και για να μην κυριαρχήσει στον κοινό νου ο εθνικισμός ως μοναδικός χειριστής της συλλογικής αγωνίας και της ιδέας του γενικού συμφέροντος.

Μια τέτοια πολύπλευρη, διανοητική και πολιτική, αναμέτρηση με τους κινδύνους τού σήμερα και τα ιδεολογικά παραπροϊόντα της κρίσης θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να μην ξεχάσουμε τη Μεταπολίτευση αλλά, θάβοντας όσα πρέπει επιτέλους να ταφούν, να ανανεώσουμε τη θετική της κληρονομιά. Οσο, αντίθετα, η εμπειρία αυτών των χρόνων –που υπήρξαν για πολλούς από εμάς τόσο η πολιτική όσο και η αισθηματική μας αγωγή– θα γίνεται απλώς πρόσχημα για να διεξάγουμε ανόητους πολιτικούς και πολιτισμικούς πολέμους, όσο δηλαδή θα λείπει ο ειλικρινής αναστοχασμός, τόσο θα μεγαλώνει και ο κίνδυνος μιας δυσάρεστης έκπληξης: εκεί που περιμένουμε τη νέα Μεταπολίτευση να προκύψει μια εποχή διαλυτικής αστάθειας και νεοσυντηρητικών οπισθοδρομήσεων. Το ζήτημα είναι να έχουμε πλήρη συνείδηση και αυτού του ρίσκου.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Υστάτη έκκληση από την Ισπανία


                                                                                        ultima-llamada-v0-2-640x927

Του Νίκου Γ. Ξυδάκη (από εδώ)


Βυθισμένοι σε μια κρίση που στη χώρα μας πλήττει σκληρά το ένα τρίτο του πληθυσμού και απειλεί εν συνόλω τα δύο τρίτα, δυσκολευόμαστε ευλόγως να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της κρίσης. Οτι δηλαδή δεν πρόκειται μόνον για οικονομική κρίση, για μια φάση ενός κυκλικού φαινομένου, αλλά για κρίση υποδείγματος, για ρήξη πρωτίστως πολιτική και πολιτισμική. Οι Ελληνες δεν υποφέρουν μόνο επειδή έσφαλαν, δεν αδυνατούν να δουν το μέλλον επειδή ως τζίτζικες δεν εφρόντισαν εγκαίρως ― αυτά ισχύουν μόνο εν μέρει και μόνο εντοπισμένα. Το ελληνικό πρόβλημα κατά το βάθος και κατά την πλήρη του έκταση είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό, και πρόβλημα οικουμενικό. Είναι το πρόβλημα του 21ου αιώνα: πώς αντιλαμβανόμαστε την ανάπτυξη, τη μεγέθυνση, την αειφορία, την ευημερία, την ισόρροπη διαβίωση μέσα στα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Ασφαλώς η ανεργία, η φτώχεια, η ανασφάλεια είναι οι πρώτες προτεραιότητες, για μια κοινωνία που λαχταρά για ανακούφιση του πόνου. Η κρίση όμως δεν θα θεραπευτεί με παλιές συνταγές, χωρίς να δούμε τον πυρήνα των αιτίων, φανερών και λανθανόντων. Η υπέρβαση της κρίσης θα κατορθωθεί με νέα σκέψη, με υπέρβαση της οικονομίστικης ορθοδοξίας και του υστερόβουλου πολιτικού κομφορμισμού, με συναντίληψη του τοπικού και του οικουμενικού, με φαντασία και ενσυναίσθηση. Η κρίση είναι πολύπλευρη: κρίση παραγωγικού μοντέλου, κρίση από την υπεράντληση φυσικών πόρων και τον υπερπληθυσμό, κρίση υπερεπέκτασης και υπερκατανάλωσης, κρίση από την διόγκωση πλαστών αναγκών, κρίση από τα ελλείμματα δημοκρατίας. Ο ντετερμινισμός της διαρκούς επέκτασης συναντά τα όρια του: είναι τα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Πώς εντάσσουμε τα δικά μας εθνικά και τοπικά προβλήματα στον ευρύτερο προβληματισμό; Οι Ισπανοί φωτίζουν ένα μονοπάτι σκέψης. Οπως πριν από τρία χρόνια το κίνημα 15M των Indignados από τις ισπανικές πλατείες άνοιξε νέους ορίζοντες προβληματισμού, έτσι και τώρα οι Ισπανοί συντάσσουν ένα μανιφέστο για να σκεφτούμε οικουμενικά και πλανητικά, πολιτισμικά και ολιστικά. Το ονομάζουν «Υστάτη έκκληση» και το υπογράφουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της Αριστεράς, παλαιάς και νέας, από το ΚΚ έως το Podemos, Καταλανοί και Βάσκοι αυτονομιστές, οικοσοσιαλιστές, το κίνημα για την απομεγέθυνση, προσωπικότητες από όλο το φάσμα των τεχνών και των επιστημών. Βρισκεται, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, και στα ελληνικά, στον ιστότοπο www.ultimallamada.org.

Προφανώς το αίτημα πλέον δεν είναι μια κάποια ανάταξη, μια κάποια θεραπεία της ανεργίας και της φτώχειας· είναι η αποφασιστική στροφή:

«Ο πλανήτης δεν μπορεί να στηρίξει την παραγωγιστική και καταναλωτική κοινωνία. Έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα νέο πολιτισμό ικανό να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή σε ένα τεράστιο ανθρώπινο πληθυσμό (σήμερα, σε περισσότερους από 7,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους), που συνεχίζει να αυξάνεται και κατοικεί σε ένα κόσμο με φθίνοντες πόρους. Να γιατί θα είναι απαραίτητο να γίνουν ριζικές αλλαγές στο τρόπο ζωής, στις μορφές της παραγωγής, στο σχεδιασμό των πόλεων και στη χωροταξική οργάνωση: και πάνω από όλα, στις αξίες που διέπουν όλα τα παραπάνω. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που θα έχει για στόχο να επαναφέρει την ισορροπία με τη βιόσφαιρα, και που χρησιμοποιεί την έρευνα, την τεχνολογία, τον πολιτισμό, την οικονομία και την πολιτική για να προχωρήσει προς αυτή τη κατεύθυνση. [...] 

»Προσοχή: το παράθυρο της ευκαιρίας κλείνει. [...] Έχουμε, όμως, το πολύ μία πενταετία για να οργανώσουμε μια πλατιά και σφαιρική συζήτηση για τα όρια της ανάπτυξης, και για να δημιουργήσουμε δημοκρατικά οικολογικές και ενεργειακές εναλλακτικές ικανές να είναι σοβαρές και βιώσιμες. Θα πρέπει να είμαστε ικανοί να συσπειρώσουμε μεγάλες πλειοψηφίες για μιαν αλλαγή οικονομικού, ενεργειακού, κοινωνικού και πολιτισμικού μοντέλου. Πέρα από το ότι πολεμάει τις αδικίες που οφείλονται στην άσκηση της εξουσίας και στη συσσώρευση του πλούτου, μιλάμε για ένα μοντέλο που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, κάνει ειρήνη με τη φύση και κάνει δυνατή την ευζωία μέσα στα οικολογικά όρια της Γης.

»Ένας πολιτισμός τελειώνει και πρέπει να οικοδομήσουμε έναν άλλο καινούργιο. Οι συνέπειες του να μην κάνουμε τίποτα —ή να κάνουμε πολύ λίγα— μας οδηγούν κατευθείαν στη κοινωνική, οικονομική και οικολογική κατάρρευση. Αλλά αν αρχίσουμε σήμερα, μπορούμε ακόμα να γίνουμε οι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μιας αλληλέγγυας και δημοκρατικής κοινωνίας που θα συμβιώνει ειρηνικά με τον πλανήτη.»

Κάτι κινείται στην Ευρώπη. Η κρίση γεννά όχι μόνο θύματα και φόβο, αλλά επιτέλους σκέψη και δράση.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Υπο-νεωτερικότητα και αισθητική του χαροποιού πένθους




Του Γιώργου Τζιρτζιλάκη (από εδώ)


Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να μακρηγορήσω για να αποδείξω ότι το πένθος ανήκει στα γενεαλογικά συστατικά της ελληνικής κουλτούρας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η ελληνική κουλτούρα είναι εθισμένη -για ιστορικούς, κοινωνικούς, ανθρωπολογικούς, γεωπολιτικούς και άλλους λόγους που περιγράψαμε- σε μια διαδοχή αποχωρισμών. Εν ολίγοις, είναι υποχρεωμένη να επεξεργάζεται μια σειρά απώλειες, οι οποίες -παρότι αποφεύγουμε να το παραδεχτούμε- ορίζουν την ιδιότυπη πολιτική συνθήκη της. Ο Σεφέρης εντόπισε τη «συγκίνηση» που νιώθουμε μπροστά σ' αυτήν την απώλεια με την αλληγορία του «άδειου βάθρου», του «βάθρου χωρίς άγαλμα», που στην κυριολεξία προσθέτει ένα αινιγματικό κενό, ένα ασυμπλήρωτο σημείο επαφής, ένα πέρασμα.

Δεν πρόκειται για απόσυρση, ούτε για την εαρινή μελαγχολία (που ο Νικόλαος Γύζης της προσέδωσε μορφή «συμφωνίας» το 1886), ούτε για το εξιδανικευμένο «φως το ανελέητο» του μεσογειακού «Ήλιου του Κρυπτού», ούτε για το πένθος του «χαμένου κέντρου» αλλά για το ότι το «κέντρο» αυτό είναι μεταβατικό, όντας στο κατώφλι, εκτεθειμένο. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που το καθιστά δυνατό προσδίδοντάς του διακριτό πολιτικό στίγμα ή, αν θέλετε, αυτή είναι η δύναμη της αδυναμίας του. Εδώ εδράζεται η μείζων ιδιαιτερότητα της πολιτισμικής παραγωγής στην Ελλάδα και όχι στις αρχαιόθεμες αναφορές (όπως πίστευε η Γενιά του '30) και σε άλλες «καινοτομίες» που θα αναζητηθούν αργότερα.

Μπορούμε, λοιπόν, να προσδώσουμε σ' αυτή τη συνύπαρξη του πένθιμου («στιγμές θλίψεως») με το ηδονικό («στιγμές ευδαιμονίας») γενικευμένο χαρακτήρα στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή; Παρόλες τις εύλογες επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς, η απάντησή μου είναι καταφατική. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα περιοριστούμε σε αυτούσιες αυτές τις έννοιες αλλά και στους τρόπους με τους οποίους φασματοποιούνται, ή υποδηλώνονται, μέσα από μια σειρά αντιμεταθέσεις, μορφώματα, συναρμογές, διασυνδέσεις και συμπεριφορές. Αν εξαιρέσουμε την υπερ-ερωτική «επεξεργασία του πένθους» στον Εμπειρίκο (που δεν βρήκε συνέχεια), κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία τα συναντάμε με ρητό ή υπόρρητο τρόπο επανεγγεγραμμένα σε αρκετούς νεότερους καλλιτέχνες. Πράγμα που καταδεικνύει και τη διευρυμένη ανθεκτικότητα του υπερρεαλισμού και του μετασουρεαλισμού στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.

Μιλώντας με όρους συμβατικής αισθητικής, από την ίδια παράδοση μοιάζει να αντλεί και η «αισθητική του γραφικού» (picturesque) -δηλαδή του αποσπασματικού και του ακανόνιστου- που είναι περισσότερο αναγνωρίσιμη στη νεότερη καλλιτεχνική παραγωγή απ' ότι η «αισθητική του κλασικού».

«Το μεγάλο δώρο του σουρεαλισμού στην αισθαντικότητα ήταν ότι ευθύμησε το πρόσωπο της μελαγχολίας», θα γράψει η Σούζαν Σόνταγκ. Και ο ελληνικός σουρεαλισμός τανύει και κινητοποιεί στο έπακρον μια τέτοια στάση, η οποία βρήκε συνέχεια στις γενιές των καλλιτεχνών που ακολούθησαν. Μια τέτοια διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια διαφορετική θεώρηση του «χαροποιού πένθους»: Τι άλλο είναι το «χαροποιό πένθος» αν όχι μια απρόσμενη ευκαιρία χαράς που μας βοηθά να καταλάβουμε τι είναι αυτό που χάσαμε και χρειάζεται να περάσει μέσα από μια διαδικασία αποξένωσης και επανασυμφιλίωσης.

Αν -όπως μας έδειξε η ψυχανάλυση- αυτή είναι μια «εργασία του πένθους», χαροποιός είναι η ίδια η κατανόηση του κόσμου που προκύπτει από αυτήν την εργασία. Όπως η ιστορία έτσι και η σύγχρονη τέχνη στις σημερινές συνθήκες γίνονται μια διαδικασία πένθους. Τόσο η δημόσια ιστορία όσο και οι σύγχρονες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές πρακτικές στρέφονται περισσότερο στα ερείπια, στις απώλειες, στις απωθήσεις, στα τραύματα, στα συναισθήματα, στο σκοτεινό σαρκασμό και στις αμφιθυμίες. Ακριβώς επειδή υπάρχει απώλεια, μπορεί κανείς να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον κόσμο. Η παραγωγή νοήματος (συμπεριλαμβανομένου και του καλλιτεχνικού) είναι ανάλογη με εκείνη της απώλειας.

Με τον τρόπο αυτό ορίζεται και η διαδικασία ανάκτησης του εαυτού και του συλλογικού υποκειμένου στον ορίζοντα της απώλειας. Επομένως, αυτό που γεννάει το «χαροποιό πένθος» δεν είναι το παρελθόν της απώλειας αλλά το μέλλον. Αν υπάρχει εδώ μια διαλεκτική της μίμησης, αυτή έγκειται στο γεγονός ότι μέσα από τις πρακτικές του «χαροποιού πένθος» δεν μιμούμαστε την απώλεια αλλά, κατά κάποιο τρόπο, το αμίμητο που έρχεται. Να γιατί το «χαροποιό πένθος» διαπερνά την ελληνική τέχνη σαν μια στερεοποιημένη ιδέα, σαν αντανάκλαση μιας αμφίθυμης ψυχικής κατάστασης, η οποία γίνεται ραγδαία νοηματοδότητη που προσδίδει στα έργα συμβολικό εκτόπισμα.

Είναι δύσκολο να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη νεότερη και νεότατη καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα απομονώνοντάς την από το τριμερές σχήμα που έχει στη διάμεση γλυφή το πένθος, στο ένα άκρο τη μελαγχολία και στο άλλο το χαροποιό πένθος, το οποίο αποκλιμακώνει και προσδίδει στις δύο πρώτες έννοιες μια ξαφνική αίσθηση χαράς ή «μαύρου χιούμορ». Είναι πιθανόν η απόδοση στην ελληνική γλώσσα της λέξης «χιούμορ» ως «κλαυσίγελως», στο πλαίσιο του «αθηναϊκού ρομαντισμού» του 19ο αιώνα, να ήθελε να μιμηθεί την ερεθιστική ανάμιξη των αντιφατικών αυτών συναισθημάτων στην οποία εντάσσεται και το χαροποιό πένθος. Μπορεί να αντιληφθεί κανείς περισσότερα για την ελληνική κουλτούρα από τη στιγμή που θα μυηθεί σε τέτοιες αναμίξεις και αμφισημίες, σε κράματα όπως ο «κλαυσίγελως», ο «τραγέλαφος», η «ιλαροτραγωδία» και, βέβαια, το «χαροποιό πένθος».

Η τριπλή, λοιπόν, αυτή συνθήκη μελαγχολία-πένθος-χαροποιό πένθος έχει να κάνει και με τους τρεις συντελεστές της καλλιτεχνικής πράξης (καλλιτέχνης-έργο-παρατηρητής), συστήνοντας μια προνομιούχα περιοχή από την οποία οι περισσότεροι ανασύρουν στοιχεία σύγχρονης ευαισθησίας, ίχνη της ματαιωμένης νεωτερικότητας, «δηκτική ειρωνεία», συμβολικά αποθέματα και ασυνεχείς θραυσματικές μορφές που είναι συλλέξιμες όπως τα αρχαία ερείπια. Αν τα έργα των αρχαίων έφτασαν σ' εμάς με την αποσπασματική μορφή σπαραγμάτων, όπως έλεγαν οι ρομαντικοί, τα περισσότερα από τα έργα των νεότερων καλλιτεχνών γίνονται εξαρχής σπαράγματα.

Η παρατεταμένη αμφιθυμία και η ασάφεια -που μερικοί θεωρούν ότι βρίσκονται στις ανθρωπολογικές καταβολές της σύγχρονης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας (άρα και της σοβούσας κρίσης)- είναι και αυτά αποτέλεσμα της τριμερούς αυτής συνθήκης. Από αυτή την αμφιθυμία αντλούν οι άλυτες διαταραχές και οι εντάσεις γύρω από τις οποίες συγκροτείται και το περιβόητο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας. Σήμερα πια μπορούμε να υποψιαστούμε ότι η πολυπόθητη για πολλούς αυτή ταυτότητα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε διαρκή αναστολή και εκκρεμότητα. Θέλω να πω ότι παραμένει επιθυμητή επειδή ακριβώς είναι κατ' ουσίαν αδύνατη, ελλειπτική και εκκρεμής. Όσο πιο ανέφικτη γίνεται τόσο περισσότερο τείνουμε προς αυτήν. Με ψυχαναλυτικούς όρους, θα λέγαμε ότι το ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας εμφανίζεται υπό προϋποθέσεις στο σημείο της έλλειψης του, στον τόπο όπου ακριβώς απουσιάζει. Αυτή ακριβώς είναι η τοπολογία της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.

Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι αν μπορεί να υπάρξει σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά; Μ' ένα λόγο, αν ανήκουν στο «ανεπανόρθωτο» και στο «είναι-τέτοιος» ενός πολιτισμού που του δίνουν τη δυνατότητα να «λαμβάνει χώρα»: «βάσανο και η πηγή του» ταυτόχρονα.

Το ερώτημα αυτό μας επαναφέρει στη συνθήκη της υπο-νεωτερικότητας, η οποία λειτουργεί περισσότερο ως εκκρεμότητα παρά ως κατάληξη, ως σύμπτωμα παρά ως κάποια λύση. Δεν θα είχε νόημα να εξετάσουμε εδώ το ιλιγγιώδες ζήτημα της δυτικής νεωτερικότητας όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το διαφωτισμό. Περιορίζομαι απλά να προσθέσω πως αν θα είχε σε κάτι να συμβάλλει η ελληνική υπο-νεωτερική κουλτούρα είναι ακριβώς η κριτική ενσωμάτωση της αναχρονιστικής αδύναμης στιγμής και των διεργασιών του τριμερούς αυτού σχήματος μελαγχολία-πένθος-χαροποιό πένθος, οι οποίες δεν μπορούν αποκτήσουν κυριαρχικό χαρακτήρα, ούτε να ολοκληρωθούν, παράγοντας συνεχώς υπόλοιπα, υπολείμματα και μετατοπίσεις.

Αυτό το υπόλειμμα και το συμπλήρωμα της νεωτερικότητας μας δίνει τη δυνατότητα να οικειοποιηθούμε τη «διγλωσσία» και ταυτόχρονα να είμαστε «ξένοι σε μια γλώσσα». Πρόκειται για ένα αμετάφραστο υβρίδιο εντοπιότητας και εκτοπισμού, ένα «διπλό δεσμό» κι ένα κατώφλι ανάμεσα στο πολύτιμο και το απόβλητο, στην αποξένωση και την υπερταύτιση, στην εγγύτητα και την απόσταση, στη μεθόριο και το πέρασμα. Υπ' αυτήν την έννοια η δυτική νεωτερικότητα γίνεται ατελής, δηλαδή είναι πάντοτε η σχέση με το έλλειμμα, που μόνο έτσι κρατά ζωντανή τη σχέση με τις «δημιουργικές, διονυσιακές δυνάμεις του κάτω κόσμου». Θέλω να πω ότι, η υπο-νεωτερικότητα δεν είναι ούτε το απόβλητο, ούτε το τέλος της νεωτερικότητας, αλλά το σημείο επαναφοράς στις αφετηριακές της εκκρεμότητες.

Όπως έλεγε και ο Κ. Π. Καβάφης στον E. M. Forster, χρειάζεται να καταλάβουμε «ότι έχουμε χρεοκοπήσει εδώ και πολύ καιρό». Και αυτή είναι ουσιαστικά μία δύναμη που δεν χάνει την επίγνωση της αδυναμίας της. Εδώ έγκειται και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.


Ζωγραφική: Νικόλαος Λύτρας, Το ψάθινο καπέλο (1923-26)