Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Οι επτά κίνδυνοι της δημοκρατίας



Του Μιχάλη Σπουρδαλάκη (από εδώ)


Προέρχονται τόσο από εγγενείς και καθολικές αντιφάσεις του περιεχομένου που αποδίδεται στη δημοκρατία όσο και από τα προβλήματα που αναδείχτηκαν από τη συγκυρία, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην πολιτική σκηνή των κοινωνιών που αντιμετωπίζουν πολιτικές πρωτόγνωρης λιτότητας.

Δυστυχώς, η απάντηση είναι εύκολη και καταφατική. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πλέον πολλοί σκεπτόμενοι πολίτες που δεν ανησυχούν για το μέλλον της δημοκρατίας. Η ανησυχία δεν περιορίζεται στη χώρα μας, όπου οι ανατροπές στους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής συνοδεύτηκαν από συνεχή υπονόμευση ακόμη και των τυπικών όρων της δημοκρατικής λειτουργίας. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές και η άνοδος της Ακροδεξιάς έχουν ήδη ενεργοποιήσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά πολύ πέρα από τη γηραιά μας ήπειρο.

Αν πρόκειται να προασπιστούμε την εν κινδύνω δημοκρατία, επιβάλλεται η συζήτηση και η κατανόηση των πηγών αυτών των κινδύνων. Οι κίνδυνοι αυτοί προέρχονται τόσο από εγγενείς και καθολικές αντιφάσεις του περιεχομένου που αποδίδεται στη δημοκρατία όσο και από τα προβλήματα που αναδείχτηκαν από τη συγκυρία, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην πολιτική σκηνή των κοινωνιών που αντιμετωπίζουν πολιτικές πρωτόγνωρης λιτότητας. Πολύ επιγραμματικά,, λοιπόν, και αναγκαστικά σχηματικά οι κίνδυνοι της δημοκρατίας προέρχονται:

1. Από τον περιορισμό στη διαδικαστική και τυπική της διάσταση. Η πρακτική θέαση της δημοκρατίας ως διαδικασίας για την ανάδειξη κυβερνήσεων δεν συμβάλλει μόνο στη συχνή ταύτιση νομιμότητας και νομιμοποίησης αλλά ουσιαστικά ακυρώνει και τη δυνατότητα η δημοκρατία να παρέμβει αποτελεσματικά στη διευθέτηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Επιπλέον, η ταύτιση αυτή ανάμεσα στη νομιμότητα και τη νομιμοποίηση έχει οδηγήσει στον κυνισμό της διατύπωσης πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό», που παραλύει τη δημοκρατική εμπλοκή των πολιτών.

2. Από την επικράτηση ενός ακραίου οικονομισμού, που δεν νομιμοποιεί μόνο τον φονταμενταλισμό της αγοράς και την πολιτική «ανταγωνιστικής λιτότητας», αλλά έχει οδηγήσει σε ολοκληρωτισμούς του τύπου «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Η επικράτηση της διαβόητης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) υπονομεύει συστηματικά την αναγκαία για τη δημοκρατία διαβούλευση και ακυρώνει τη δυνατότητα της ανταπόκρισης του πολιτικού συστήματος στις λαϊκές αξιώσεις. Ανταπόκρισης που δυνάμει μετασχηματίζει τη διαδικαστική δημοκρατία σε παραγωγική δύναμη για την ανάδειξη εναλλακτικών λύσεων στο κοινωνικό ζήτημα. Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτού του οικονομικού ολοκληρωτισμού είναι η εγκατάλειψη από τους πολίτες σχεδόν κάθε προσδοκίας για ευημερία. Κάτι που εδώ και χρόνια δεν διαψεύδουν ούτε οι διεθνείς οργανισμοί.

3. Από τους σημαντικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς που υποβαθμίζουν την πολιτική και τη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας σε εργαλεία διαχείρισης. Η κυβέρνηση μετασχηματίζεται σε «διακυβέρνηση», όπου η πολιτική διαμορφώνεται και ασκείται από ανταλλαγές και σχέσεις ανάμεσα σε δημόσιες, ιδιωτικές ή ακόμη και εθελοντικές οργανώσεις.

Διαδικασίες εκτός δημοκρατικής λογοδοσίας, με επιτομή την ανάθεση ύψιστων πολιτικών ευθυνών σε τεχνοκράτες. Η «διακυβέρνηση», ταυτιζόμενη με τη διαχείριση των κατευθύνσεων πολιτικής που εκπορεύτηκαν από τη διαβόητη Συναίνεση της Ουάσινγκτον (1989) και επιβάλλονται από διεθνείς οικονομικούς και αναπτυξιακούς οργανισμούς, διαβρώνει κανονιστικά τα θεμελιακά θεσμικά χαρακτηριστικά του δημοκρατικού συστήματος, αφού ακυρώνει έμπρακτα τον δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών.

4. Από την αντίφαση που παρουσιάζουν οι αξίες που αποτέλεσαν την προωθητική ιδεολογική δύναμη της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, όπου η «κοινωνία», κατά πώς έλεγε η Θάτσερ, «δεν υπάρχει», με εκείνες που φαίνεται να προκρίνονται ως το ιδεολογικό υπόβαθρο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ετσι, από τον πολιτισμό της ατομικότητας, των ατομικών στρατηγικών, της λοιδορίας, του ευτελισμού, της υπονόμευσης ή και διάλυσης κάθε συλλογικότητας φαίνεται, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, να απαιτείται κάτι που είχε ήδη διαφανεί με τον περίφημο «Τρίτο Δρόμο», η ενεργοποίηση της ευθύνης της «κοινωνίας των πολιτών».

Ωστόσο, εκείνο που πρακτικά επιλέγεται πλέον ως απάντηση αυτής της αντίφασης είναι απολύτως ενάντια στη δημοκρατία. Και τούτο, γιατί όσο αναβαθμίζεται θεσμικά ο ρόλος της κοινωνίας τόσο περιορίζεται η πολιτική της ισχύς και η αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής της παρουσίας. Πόσο νόημα μπορεί να έχει για τους πολίτες η δημοκρατία χωρίς κοινωνική εκπροσώπηση;

5. Από ένα είδος επιλεκτικής και συχνά στρεβλής αντίληψης και εφαρμογής των αρχών της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού, που αποτελούν θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντιδημοκρατική αντιμετώπιση –ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη χώρα μας, αλλά προσφάτως φαίνεται ότι χαρακτηρίζει και κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις της Ε.Ε.– κάθε κριτικής φωνής που διαφοροποιείται από τη δεσπόζουσα πολιτική και την εξυπηρέτηση των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων.

Η εν ονόματι της κυβερνητικής σταθερότητας ανοχή και η δεξίωση στα πολιτικά σαλόνια της Ακροδεξιάς δεν είναι πλέον σπάνια. Η δημοκρατία κινδυνεύει πλέον και από όσους συμβάλλουν ώστε να συνηθίσουμε το τέρας.

6. Από την επιλεκτική και την α λα καρτ εφαρμογή του κράτους δικαίου, κάτι που στη χώρα μας αποτελεί πλέον τον κανόνα.

Τέτοιες πρακτικές ουσιαστικά νομιμοποιούν τους εχθρούς της δημοκρατίας, οι οποίοι στα καθ’ ημάς επιχειρούν να ακυρώσουν τα δημοκρατικά, κοινωνικά και φιλελεύθερα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης. Η αστική δεξίωση αυτών των απόψεων μόνο ως ενθάρρυνση σε φασίζοντες και φασίστες μπορεί να νοηθεί.

7. Τέλος, κίνδυνοι για τη δημοκρατία προέρχονται από ένα όλο και πιο κοινό δημόσιο λόγο που χαρακτηρίζεται από εκδικητικότητα, στρεψοδικία και εν τέλει αποκλεισμό της διαφοράς και ακόμη περισσότερο της διαφωνίας.

Κίνδυνοι πολλοί, που ωστόσο ανοίγουν το πεδίο στους πολίτες να αποδείξουν ότι η «δημοκρατία είναι έννοια αγωνιστική», όχι μόνο για την προάσπισή της αλλά και για τη διεύρυνσή της.


* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές



Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους


Του Χριστόφορου Βερναρδάκη (από εδώ)

Υπάρχουν τρία μεγάλα διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη συγκρότηση του εναίου κόμματος εδώ και ένα χρόνο έως και σήμερα, λίγες ημέρες μετά το τεστ των ευρωεκλογών και των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο καθαρά. Δεν ξεκινώ κατ’ανάγκην από το σημαντικότερο, υπογραμμίζω όμως ότι και τα τρία έχουν μεγάλη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση.

Δίλημμα Νο 1: Επιασε ο ΣΥΡΙΖΑ «ταβάνι» στην ευρωεκλογές ή όχι;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική στρατηγική (βεβαίως, πολλές φορές  η «απάντηση» προϋπάρχει και «χρησιμοποιεί» τα στοιχεία κατά το δοκούν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική «προσέλκυσης» μετριοπαθών ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει το «σύστημα διακυβέρνησης». Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.

Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί,  αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά.
Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το «κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).

Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι». Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του. Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα. Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων.

Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό. Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό» πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.

Δίλημμα Νο 2:  Τι είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες;

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της Αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, αν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί; Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα στην κουλτούρα της Αριστεράς, συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό –προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες»– δύο γενικές κουλτούρες.

Η πρώτη θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα». Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιεί και ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Απαιτεί επομένως, συγκεκριμένες και «βαριές» ενδεχομένως γνώσεις για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα.

Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα «κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές  να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις, υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως εκτρέπονται εύκολα σε εκλογικισμό και τακτικισμό.

Σε ένα κόμμα όμως όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές κουλτούρες ή απόψεις. Το μεγάλο πρόβλημα του «κόμματος» δεν είναι οι διαφορές, αλλά η «πολιτικοποίηση» των διαφορών. Η σαφής δηλαδή συναίσθηση και της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι άλλοι μεν συμφωνούν διαφωνώντας και άλλοι διαφωνούν συμφωνώντας. Αλλά σοβαρή σύνθεση και επομένως στρατηγική και τακτική δεν παράγεται υπό αυτές τις συνθήκες.

Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση. «Πρόγραμμα» δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες. «Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα. Χωρίς αυτή τη άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και μεσαίων τάξεων) να μην «κόψει το λαιμό» της για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».

Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα. Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς).

Δίλημμα Νο 3: Και τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»;

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες;

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα αυτό απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά.  Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».

Η πρώτη προσέγγιση αυτή είναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, αλλά ακόμα – δυστυχώς – ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών.

Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών, όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές με όρους «τακτικής».  Εϊναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).

Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά», μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.

Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες. Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.


Φωτογραφία: Josef Koudelka

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Οι εκλογές του 2014 έκλεισαν ένα κύκλο. Πώς θα ανοίξει ο επόμενος, είναι ζητούμενο



Ήρθε ο καιρός η αριστερά να αναθεωρήσει τις στρατηγικές και τις μορφές αντιπαράθεσης της εποχής της κρίσης, καθώς και να δημιουργήσει εναλλακτικά κέντρα σύνθετης ισχύος


Του Αντώνη Λιάκου (από εδώ)

Η εικόνα των τριών νέων ανθρώπων, του Αλέξη, της Ρένας και του Γαβριήλ, να γιορτάζουν τη βραδιά των εκλογών μπροστά στα Προπύλαια, πέραν της φρεσκάδας και της ομορφιάς, ασυνήθιστη για τη γκριζαδούρα των Ελλήνων πολιτικών, απέπνεε αισιοδοξία και εμπιστοσύνη. Μια πολιτική ηγεσία με διαφορετική ποιότητα, σε σύγκριση με την εικόνα του Σαμαρά, την ίδια βραδιά, ως φανατικού κομματάρχη που μετράει κερδισμένα και χαμένα χωριά, και βεβαίως του εμμονικού Βενιζέλου, που γνωρίζοντας πως είναι αντιπαθής, προσπαθεί να γίνει αντιπαθέστερος. Τέτοιες εικόνες λένε περισσότερα από τις αναλύσεις. Κι ακόμη αν προβάλεις την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη θα διαπιστώσεις πως στη γενική άνοδο της Δεξιάς και του ευρω-αρνητισμού, επιλέγει να αναδείξει ως πρώτο κόμμα την Αριστερά. Πράγματι η Αριστερά κατόρθωσε να σταθεροποιήσει τα ερείσματά της στο σεισμό των εκλογών του 2012 που άλλαξαν το πολιτικό τοπίο στη χώρα, και ακόμη να ξετινάξει από πάνω της τις κατηγορίες που εκτόξευαν με επιμονή οι αντίπαλοί της για άκρο, για αντι-ευρωπαϊσμό, για λαϊκισμό και τόσα άλλα. Δεν μπορεί κανείς να υποτιμά το γεγονός πως όλα αυτά τα κέρδισε απέναντι σε ένα συμπαγές επιθετικό μέτωπο που αποτελούνταν από τα κυβερνητικά κόμματα, τα ΜΜΕ, διανοούμενους υπηρεσίας, αλλά και ξένες κυβερνήσεις και οίκους αξιολόγησης κ.λπ. Της άξιζε επομένως να γιορτάσει το βράδυ των ευρωεκλογών στα προπύλαια.

Ώς εδώ τα καλά και ευχάριστα νέα. Τα δυσάρεστα δεν αρχίζουν μόνο με την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε τρίτη δύναμη. Ούτε με τον καταποντισμό της ΔΗΜΑΡ, δυνάμει σύμμαχο σε μια μετατόπιση του πολιτικού άξονα αριστερότερα. Τα δυσάρεστα αφορούν το γεγονός ότι η Αριστερά μπορεί να γιορτάζει για πρώτη φορά την ανάδειξή της στο μεγαλύτερο ελληνικό κόμμα, αλλά αυτό δεν συνέβη επειδή αύξησε τη δύναμή της από το 2012, αλλά επειδή έχασαν δύναμη οι αντίπαλοί της. Έχασαν περίπου το ένα τρίτο της επιρροής τους Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟΚ. Γιατί όμως, παρά τη φοβερή αυτή κρίση, δεν αυξήθηκε η επιρροή της Αριστεράς; Είναι πράγματι αυτή η οροφή της; Αυτό είναι το ένα θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει. Το άλλο είναι ότι και με τη δημιουργία του Ποταμιού, το μπλοκ εξουσίας φαίνεται να θωρακίζεται κλείνοντας τον δρόμο στην Αριστερά.

Τι σημαίνουν αυτές οι δύο παρατηρήσεις; Μήπως ότι το ελληνικό κατεστημένο μπόρεσε να ξεπεράσει την κρίση με ασφάλεια; Μήπως ότι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία της Αριστεράς να επανατοποθετήσει τη χώρα σε μια νέα τροχιά μετά την κρίση; Κοιτώντας ιστορικά τις μεγάλες κοινωνικές κρίσεις, βλέπουμε ότι δεν έχουν πάντοτε ομότροπο αποτέλεσμα. Και η κρίση της σημερινής Ευρώπης δείχνει μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακραίας Δεξιάς παρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η υπαρκτή ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ισπανία, αλλά και σε άλλες χώρες, είναι ασύμμετρη ως προς το βάθος και τις επιπτώσεις της κρίσης.

Η αντίληψη που θεωρεί πως η κρίση είναι μια στιγμή στην οποία όλα παίζονται, δημιουργεί και μια αντίληψη επέλασης προς την εξουσία. Να καταλαβαίνουμε την κρίση ως μια στιγμή που όλα παίζονται, είναι σωστή και ανταποκρίνεται στην ετυμολογία και στην εννοιολογική ιστορία της λέξης. Αλλά με την έννοια αυτή η στιγμή της κρίσης πέρασε. Η κρίση κρίθηκε και παγιώθηκε σε ένα καθεστώς κρίσης. Αυτό είναι το καθεστώς της βίαιης συμπίεσης του βιοτικού επιπέδου, της απογύμνωσης της εργασίας από κάθε θεσμική πλαισίωση, της ανεργίας και της ανασφάλειας, της ιδιωτικοποίησης των κοινών, της κατεδάφισης των κοινωνικών υπηρεσιών, της μεγάλης κοινωνικής διαφοροποίησης, της απίσχνανσης της δημοκρατίας. Αυτό είναι το καθεστώς που παγίωσε την κρίση. Η κρίση δεν εκκαθάρισε το έδαφος ώστε να δημιουργήσει ένα πεδίο στο οποίο παρατάσσεται ένας στρατός φτωχών, απέναντι σε ένα φρούριο πλουσίων. Δεν δημιούργησε ένα γυμνό πεδίο όπου είναι δυνατή μια κοινωνική επέλαση. Εφόσον η κρίση παγιώθηκε, πάνω στο έδαφος που εκκαθάρισε, φύτρωσε ένα καινούριο δάσος. Ένα δάσος της κρίσης. Η κρίση αποτέλεσε ένα περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε μια νέα χλωρίδα και μια νέα πανίδα. Να το πούμε ένα δάσος άγριου καπιταλισμού; Όταν παγιώνεται μια κατάσταση, αναπαράγεται. Η κρίση ήταν ένα εργαλείο για να αλλάξει η κοινωνία. Είναι μάταιο και αναποτελεσματικό να θεωρούμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα, η έξοδος στις αγορές και η εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης δεν σηματοδοτούν την έξοδο από την κρίση. Αυτή είναι η έξοδος, αυτή την έξοδο επιδίωκαν όσοι διαχειρίστηκαν την κρίση, αυτή είναι η επιτυχία των περίφημων δομικών μεταρρυθμίσεων. Σύντομα θα το καταλάβουμε ότι η κρίση θα έχει ξεπεραστεί για τις νέες ομάδες που θα αναδειχτούν μέσα από μια γιγαντιαία μεταβίβαση πόρων, περιουσιών, και κύρους, ενώ θα αποτελεί την επισφαλή πραγματικότητα όλων των άλλων. Η κρίση αναπαράγεται γιατί δημιουργεί ένα νέο κοινωνικό παιχνίδι, έναν νέο κοινωνικό ορίζοντα στον οποίο συνωστίζονται οι προσδοκίες και αποκτούν συνείδηση νέες ομάδες. Η Αριστερά κερδίζει όταν αυτές οι προσδοκίες ξεπερνούν τον ορίζοντα αυτόν, επομένως θέτουν ζήτημα αλλαγής του. Χάνει όμως όταν οι προσδοκίες παραμένουν εγκλωβισμένες μέσα στον ορίζοντα αυτόν.

Οι μεγάλες σαρωτικές επαναστάσεις των δύο περασμένων αιώνων συνέβησαν όταν τα διλήμματα που αντιμετώπιζαν σύνθετες κοινωνίες μπορούσαν να απλοποιηθούν σε ένα και μοναδικό. Αυτό μπορούσε να συμβεί, και πράγματι επιχειρήθηκε να συμβεί στην Ελλάδα με το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Το momentum όμως αυτού του διλήμματος χάθηκε. Όχι μόνο γιατί το μνημόνιο ως πολιτική αλλαγών πέρασε, αλλά και γιατί τα στρατόπεδα δεν ήταν συμπαγή. Και αν το στρατόπεδο του μνημονίου αποδείχτηκε περισσότερο συμπαγές καθώς πολλοί φιλελεύθεροι θυσίασαν τις αρχές τους σε μια συμμαχία με την Ακραία Δεξιά που συσπείρωσε ο Σαμαράς, το στρατόπεδο του αντιμνημονίου χωριζόταν από τη βαθιά και αγεφύρωτη τομή φασισμού-αντιφασισμού. Το momentum χάθηκε αλλά η πολιτική αντιπαράθεση συνέχιζε να στοιχίζεται σε αυτή την αντίθεση, με τις ρόδες να γυρίζουν στο κενό. Και αυτό το διαπιστώσαμε κυρίως στις δημοτικές εκλογές, όπου εκτός από την Αθήνα και την Αττική όπου προβλήθηκαν χαρισματικές προσωπικότητες, στην υπόλοιπη Ελλάδα οδήγησε σε αδικαιολόγητες αποτυχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η Αριστερά βγήκε από τον πρώτο γύρο εκτός παιχνιδιού ήταν η Θεσσαλονίκη και η κεντρική Μακεδονία.

Τα δείγματα της νέας εποχής είναι ο Πειραιάς και ο Βόλος. Αυτά τα δύο λιμάνια κατέχουν πια μια νέα στρατηγική θέση στη γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης γιατί είναι οι πύλες των μεταφορών από την Ασία στην Ευρώπη. Καταλαβαίνει κανείς ότι η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, η παρουσία της COSCO, η τύχη της παρακείμενης αδιάθετης γης, η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, δεν είναι πια τοπικής, ούτε εθνικής, αλλά παγκόσμιας σημασίας διακυβεύματα. Εκεί λοιπόν η παράγκα με τους μπράβους, τον εκφοβισμό και την εξαγορά αντί να στήνει παιχνίδια και στοιχήματα εισέβαλε στα δημαρχιακά μέγαρα για να διαχειριστεί τις προσόδους, τα ΕΣΠΑ, τη γη, τις εγκαταστάσεις, την απασχόληση. Αν σηκώσουμε λίγο τον μπερντέ θα δούμε το νέο οικοσύστημα που δημιούργησε η κρίση. Δεν μας είναι ένα άγνωστο. Η λέξη ολιγάρχες που χρησιμοποιούμε για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε μόνιμη κρίση εδώ και δεκαετίες, δείχνει πώς μπορεί να διαμορφωθεί και το δικό μας μετά-την-κρίση πολιτικό μέλλον. Εδώ διαμορφώνονται τα νέα κέντρα σύνθετης ισχύος που υπερβαίνουν τις παλιές διαχωριστικές γραμμές και ενσωματώνουν πλέμπα με αφεντικά της μέρας ή της νύχτας, νόμιμη και παράνομη παραγωγή χρήματος, εφοπλιστές, διυλιστήρια και φοροδιαφυγή καυσίμων, εκκλησία, πασόκους, νεοδημοκράτες και χρυσαυγίτες.

Αν λοιπόν πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κρίση ως στιγμή διακύβευσης πέρασε, αφήνοντάς μας σε μια νέα κατάσταση μόνιμης κρίσης που αναπαράγεται, τότε είναι καιρός αναθεώρησης των στρατηγικών και των μορφών αντιπαράθεσης της εποχής της κρίσης. Ως επίκεντρο πλέον πρέπει να τεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα δομηθεί η καινούρια μετά την κρίση εποχή. Αυτό δεν δημιουργεί, όπως ίσως νομίσουν μερικοί, ένα τετελεσμένο, μια αναγνώριση, έναν συμβιβασμό με τα αποτελέσματα της κρίσης. Κάθε άλλο. Οι εποχές στις οποίες διακυβεύονται τα πάντα, όπου ο κύκλος είναι καθοδικός, η κατάθλιψη, ο φόβος, ο κίνδυνος λειτουργούσαν παραλυτικά. Στην ανοδική πορεία του κύκλου, ακόμη και αν η κοινωνική κατάσταση είναι πολύ κακή, η ελπίδα ισχυροποιεί το αίσθημα ανάληψης ρίσκου. Χρειάζονται όμως άλλες μορφές αντίληψης της πολιτικής αντιπαράθεσης και αναμέτρησης. Σύνθετες στρατηγικές. Η στρατηγική θα πρέπει να μοιάζει σαν την κοίτη ενός ποταμού η οποία μπορεί να συγκρατεί πολλά ρεύματα. Από τη σχέση ανάμεσα στο σύνθετο και το συνεκτικό θα εξαρτηθεί η δύναμή της. Από την ικανότητα να δημιουργηθούν εναλλακτικά κέντρα σύνθετης ισχύος.

Η Αριστερά του 2014 μπορεί να αναλάβει μια σύνθετη στρατηγική; Ασφαλώς, γιατί δεν είναι η νεοπαγής Αριστερά του 2012 που η συνοχή της εξαρτάται από τη σύγκρουση. Τώρα το μέγα ζήτημα είναι με ποιες συμμαχίες θα προχωρήσει. Πού θα τις βρει. Με ποιους θα γίνει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Το ζήτημα εξαρτάται και από το ίδιο το προσωπικό της Αριστεράς, αν μπορεί να καλλιεργήσει αίσθημα εμπιστοσύνης. Εδώ τα μηνύματα είναι μεικτά. Η σύνθεση λ.χ. της ομάδας που θα πάει στο Ευρωκοινοβούλιο για να αμφισβητήσει τις επικρατούσε πολιτικές, εκπέμπει ασφαλώς ένα ισχυρό συμβολικό μήνυμα ως προς την εκλογή του Γλέζου και της Κούνεβα. Προβληματίζει όμως ως προς την υπόλοιπη σύνθεση, η οποία δύσκολα μπορεί να εκφράζει τις επεξεργασίες και το πνεύμα της ηγεσίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., πόσο μάλλον να το εκφράσει στην Ευρώπη. Βεβαίως, όπως άλλωστε σε όλα τα μεγάλα κόμματα, συγκλίνουν, ασύμπτωτα επίπεδα, και κυρίως ασύμπτωτες αντιλήψεις του είναι και του πράττειν.

Συμπερασματικά, οι εκλογές του 2014 έκλεισαν έναν κύκλο. Πώς θα ανοίξει ο επόμενος, είναι ζητούμενο.

Ας κρατήσουμε όμως από τις εκλογές αυτές τη νίκη της Δούρου, μια ευκαιρία να γίνει η Αττική εργαστήρι του buon governo, και την ανάδειξη του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στον Δήμο της Αθήνας, ως παραδείγματος ήθους και ύφους μιας νέας πολιτικής. Η εικόνα των τριών το βράδυ των εκλογών στα Προπύλαια είναι μια εικόνα αισιοδοξίας.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Συνέντευξη του Νικόλα Σεβαστάκη (Βήμα, 13.4.2014)



Συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο (από εδώ)

Δύο είναι οι φάσεις της κρίσης που βιώνουμε, όχι τόσο από την πλευρά της οικονομίας όσο από αυτή της πολιτικής, σύμφωνα με τον κ. Νικόλα Σεβαστάκη, καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Η πρώτη είναι η στιγμή της σύγκρουσης, η ώρα που χαράσσονται τα σύνορα και η αντίθεση. Η δεύτερη είναι αυτή στην οποία η αντίθεση έχει πλέον καταγραφεί και πρέπει να χτίσεις το εναλλακτικό παράδειγμα, είναι η στιγμή της κατάφασης και της αναζήτησης η οποία στην περίπτωσή μας έχει αρχίσει ήδη από τις εκλογές του 2012. Η αγανάκτηση δεν αρκεί, όπως έλεγε ο Πιέτρο Ινγκράο, δεν μπορεί από μόνη της να δώσει λύσεις στα προβλήματα» εξήγησε στο «Βήμα» ο ίδιος. Εκτίμησε ότι «o πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει» και ότι «επικρατεί ταυτοχρόνως ρευστότητα και στασιμότητα, η στασιμότητα που υποκρύπτει ότι τα πλαίσια με το οποία στοχαζόμαστε την κρίση έχουν μείνει αμετακίνητα». Τόσο ο μνημονιακός όσο και ο αντιμνημονιακός λόγος ακολούθησαν έναν δρόμο «στον οποίο δεν έχει υπάρξει ακόμα η αναγκαία αναστοχαστική στιγμή» τόνισε ο κ. Σεβαστάκης. «Το να επενδύσεις σε μια αντίθεση είναι εύλογο, αλλά πρέπει να αναλογιστείς πώς αυτή λειτούργησε και τι αποτέλεσμα έφερε» συμπλήρωσε.

Γιατί παρατείνεται το τέλμα, κύριε Σεβαστάκη;

«Επειδή δεν έχει γίνει συνείδηση ότι είναι ανέφικτη μια ενιαία και κοινά αποδεκτή αφήγηση της κρίσης και της σωτηρίας. Το γεγονός όμως ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία αφήγηση δεν σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να συνεχιστεί αυτός ο απλοϊκός μανιχαϊσμός. Στην πολιτική πρέπει να υπάρχουν επάλληλες συναινέσεις. Ανεξάρτητα από τις βαθιές διαφορές χρειάζεται να σκεφτόμαστε και την πολιτική μας κοινότητα, εκείνα τα σημεία σύγκλισης που δεν αναιρούν τις διαφορές αλλά τις εγγράφουν στον ορίζοντα αυτού που έρχεται. Αυτό για εμένα αποτελεί το μείζον κενό της περιόδου. Υπήρξε μια περιχαράκωση του "φιλομνημονιακού" λόγου στη λογική της ενοχής και του στιγματισμού κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας και, από την άλλη πλευρά, η έξαρση της αντιστασιακής μυθολογίας, η κατασκευή ενός λαού ως ενιαίας και πάντοτε θετικής έννοιας. Κοντολογίς, επικράτησε το δίπολο σύστημα - αντισύστημα, το σάπιο πολιτικό κατεστημένο και το Κίνημα. Αυτό το δυαδικό σχήμα μπορεί να υπήρξε, σε αρκετές περιπτώσεις, αποδοτικό πολιτικά. Αλλωστε η πολιτική τείνει να απλοποιεί τα πράγματα, δεν σέβεται τις αποχρώσεις. Μπορεί όμως και να σε παγιδεύσει με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η ερμηνεία των αλλαγών που συμβαίνουν γύρω σου. Αυτή η διαρκής συζήτηση στην Αριστερά, ας πούμε, για έναν λαό που κατά κάποιον τρόπο θα φτιάξει ένα νέο ΕΑΜ, τις δομές αλληλεγγύης "τύπου ΕΑΜ", γίνεται πρόβλημα πλέον. Επαναφέρει εκ του πλαγίου τη νοσταλγία για ένα πολεμικό/ θυσιαστικό πνεύμα παραδοσιακού τύπου σε μια κοινωνία που, με όλες τις στρεβλώσεις και τις ιδιομορφίες της, είναι μια αστική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία έχει προχωρήσει στο επίπεδο της εξατομίκευσης, έχουν εγκαθιδρυθεί πολλαπλές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της και δεν μπορεί να ενοποιηθεί στη βάση ενός ιδεώδους μαζικής κινητοποίησης. Επιπλέον, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σημερινό αντισύστημα δεν είναι ένα αλλά πολλά, δεν είναι μονάχα αριστερό, μπορεί να είναι ακροδεξιό και συνωμοσιολογικό, το είδαμε άλλωστε αυτούς τους τελευταίους μήνες».

Δεν διαφοροποιήθηκε επαρκώς, λέτε, η Αριστερά και ο λόγος της σε αυτό το πλαίσιο;

«Νομίζω ότι η κοινωνία μας δεν μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί με τα υλικά τού χύμα "αντιμερκελικού" αντισυστημισμού. Γιατί; Μα γιατί ακριβώς οι υβριδικές εκδοχές της δεξιάς αγανάκτησης είναι πολύ πιο διεισδυτικές στο κοινωνικό σώμα. Από την άλλη, υπάρχει βεβαίως στην Αριστερά και ένας αφηρημένος ταξικός λόγος ο οποίος μοιάζει με "ριζοσπαστισμό αμφιθεάτρου": εξηγεί με άνεση τα πάντα στα ειδικά του κοινά ενώ συγχρόνως δυσκολεύεται να συνομιλήσει με την πραγματικότητα. Το ερώτημα ετέθη αναπόφευκτα και για τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά την εκλογική του εκτίναξη. Τι είσαι; Πολιτική συμπύκνωση ενός μεταβατικού θυμού ή κάτι περισσότερο; Θεωρώ ότι ένα κόμμα που θέλει να βρίσκεται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να διαθέτει κινηματική ταυτότητα αλλά να συνθέτει το "εκτός" με το "εντός", τις μη συμβατικές πρακτικές συμμετοχής με τη μέριμνα για την πολιτική αντιπροσώπευση. Κατά την άποψή μου δεν μπορεί να νοηθεί Αριστερά η οποία να μην περιλαμβάνει στη στρατηγική της εύλογους συμβιβασμούς. Οταν ένα κόμμα της ανανεωτικής ή ακόμη και της ριζοσπαστικής Αριστεράς θέλει να κυβερνήσει σε μια χώρα του δυτικού κόσμου κινείται εξ ορισμού μέσα σε έναν ορίζοντα σοσιαλδημοκρατικό, ακόμη και αν μισεί τη λέξη. Οι όροι φυσικά έχουν αλλάξει. Υπάρχει  μεγάλη συζήτηση για το αν η σοσιαλδημοκρατία πέθανε ή έχει αποτύχει. Θεωρώ πράγματι ότι κάποιες μορφές της δεν μπορούν να επανέλθουν, λόγου χάρη, οι κρατικές/ κοινωνικές συμμαχίες που αναπτύχθηκαν στη χρυσή τριακονταετία του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Και να το ήθελε κανείς δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα».

Νομίζω, κύριε Σεβαστάκη, ότι και μόνο η λέξη σοσιαλδημοκρατία προκαλεί αλλεργία στον ΣΥΡΙΖΑ...

«Υπάρχει, αναμφίβολα, μια δαιμονοποίηση κάθε σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά νομίζω ότι υπάρχουν γενικότερα προβλήματα ταυτότητας στην ελληνική Αριστερά. Μου έκαναν εντύπωση, για παράδειγμα, οι αντιδράσεις έναντι των πρόσφατων κρίσεων στην Ουκρανία αλλά και στη Βενεζουέλα. Ο τρόπος με τον οποίο σήμερα τοποθετείται κανείς απέναντι σε αυταρχισμούς, σε βοναπαρτισμούς, είτε αυτοί έχουν τον μανδύα της προόδου και του σοσιαλισμού είτε όχι, είναι καίριο θέμα. Δεν συνιστά πολυτέλεια ή "εποικοδόμημα". Σήμερα άλλωστε κάθε αθωότητα έχει χαθεί διότι γνωρίζουμε το κόστος που είχαν πολλές επιλογές οι οποίες στον εικοστό αιώνα θεωρήθηκαν απελευθερωτικές ενώ αποδείχτηκαν βάρβαρες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, επί παραδείγματι, υπήρξε όντως ένα πρόβλημα κακής διαχείρισης από την πλευρά Ευρωπαίων και Αμερικανών, διότι κανείς δεν έθεσε όρια στην νεοναζιστικού τύπου Ακροδεξιά η οποία και αποτέλεσε τον "μαχητικό" πυρήνα της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Γιανουκόβιτς. Από την άλλη μεριά όμως είναι σκανδαλώδης και ανήθικη η ταύτιση - για ένα μεγάλο και σιωπηλό κομμάτι αριστερών και δεξιών Ελλήνων - με το καθεστώς Πούτιν και τις στρατηγικές του επιλογές. Αυτή η άρνηση τήρησης των αποστάσεων εμένα με ενοχλεί πολύ. Τίθενται εδώ νομίζω ζητήματα ευρύτερου πολιτισμικού προσανατολισμού, ζητήματα ταυτότητας και όχι απλώς "πολιτικής". Οταν, ας πούμε, συνδέεις την κριτική σε πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού με έναν βαθύ αντιδυτικισμό, εκεί υπάρχει ζήτημα. Νομίζω ότι ένα βασικό πρόβλημα στον ελληνικό αριστερό χώρο είναι ότι δεν συζητήθηκε ποτέ στα σοβαρά η σχέση της Αριστεράς με πολλές, μη μαρξιστικές, παραδόσεις της ελευθερίας και της ισότητας (πολιτικός φιλελευθερισμός, ρεπουμπλικανισμός). Κριτική σημαίνει ωστόσο να μπορείς να διακρίνεις και να φτιάχνεις διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στα διαφορετικά φαινόμενα. Ο ιμπεριαλισμός, ας πούμε, δεν είναι πλέον μόνο δυτικός. Το φιλελεύθερο δεν είναι εξ ορισμού φιλοκαπιταλιστικό».

Μπορεί να αλλάξει κάτι σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες ευρωεκλογές;

«Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να παίξει θετικό ρόλο, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμπέσει με το πέρασμα σε μιαν άλλη ευρωπαϊκή πολιτική στιγμή, μια στιγμή μετά τη λιτότητα ή τουλάχιστον μια νέα φάση όπου η οικονομική σταθεροποίηση δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά που βλέπουμε αυτά τα τελευταία χρόνια. Η συντηρητική Ευρώπη κάνει λάθος όταν φοβάται άλλες, ετερόδοξες οικονομικές πολιτικές, γιατί μια μετατόπιση θα μπορούσε ενδεχομένως να μετριάσει τα συμπτώματα απαξίωσης της ευρωπαϊκής ιδέας και των πολιτικών θεσμών. Πρέπει όμως και ο ριζοσπαστικός πόλος να συμφιλιωθεί με την ιδέα και την πρακτική των συγκρουσιακών συμβιβασμών και όχι των "μετωπικών" ρήξεων. Είναι μια διπλή κίνηση αυτή, δεν αφορά μόνο τον έναν παίκτη».