Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Πλευρές της βαρβαρότητας




Του Σωτήρη Δημητρίου (από εδώ)


SPURIDAKIS, MANOS, The Liminal Worker, Surrey, Ashgate, 2013, σελ. 261

Όλοι, σχεδόν, μάθαμε ότι η ανθρωπότητα διανύει τα στάδια: Αγριότητα-Βαρβαρότητα-Πολιτισμός. Στο στάδιο του Πολιτισμού βρίσκεται η Δύση, στη Βαρβαρότητα ανήκουν οι παλαιότερες αυτοκρατορίες και οι μεγάλοι κοινωνικοί σχηματισμοί της Ασίας, ενώ οι απλές κοινωνίες και οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» ανήκουν στην Αγριότητα. Το σχήμα αυτό της ιστορίας διατυπώθηκε τον 18ο αιώνα από τον Σκωτσέζο ιστορικό Φέργκιουσον και καθιερώθηκε από τον κυρίαρχο ρόλο της Δύσης. Πολύ λίγοι, όμως, γνωρίζουν ότι το σχήμα αυτό της ιστορίας, σύμφωνα με το οποίο η Δύση έχει την αποστολή να μεταδώσει τον πολιτισμό και στον υπόλοιπο κόσμο μέσω της αποικιοκρατίας, είναι εντελώς άκυρο. Κάθε κουλτούρα, όπως έδειξε η ανθρωπολογία, πιστεύει ότι είναι ανώτερη και ότι οι άλλες είναι βάρβαρες. Το ίδιο πίστεψε και η Δυτική κουλτούρα, και είναι καιρός να επισημάνουμε και τις διάφορες άλλες προκαταλήψεις της –ρατσισμός, σωβινισμός, ανδροκρατία κ.ά,- που της δημιουργούν προβλήματα. μΣτη δεκαετία του ’60 σημειώθηκε μια μεγάλη μια μεγάλη ανατροπή. Από τις έρευνες της ανθρωπολογίας διαπιστώθηκε ότι οι απλές κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών αγνοούν τον πόλεμο και διατηρούν σχέσεις ισονομίας. Η αποκάλυψη αυτή κατέρριπτε την άποψη ότι πρώτη φάση της ανθρωπότητας ήταν η Αγριότητα. Σ’ αυτό συνέβαλε και η αποκάλυψη της αρχαιολογίας ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πολέμου πριν τον αιώνα του Χαλκού, δηλαδή πριν το 2.000 π.Χ. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι στην περίοδο του πολιτισμού οι νεκροί από πολέμους υπερβαίνουν κατά πολύ τους νεκρούς από πολέμους των άλλων περιόδων, είναι φανερό ότι το σχήμα Αγριότητα-Βαρβαρότητα-Πολιτισμός είναι εντελώς αθεμελίωτο. 

Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπαίνει το ερώτημα για το πόσο «πολιτισμένος» είναι ο πολιτισμός της Δύσης. Είναι τεράστιο ερώτημα και το αφήνουμε για άλλες συζητήσεις. Παραμένει, εντούτοις, ακέραιο το ζήτημα της κριτικής της κουλτούρας μας. Παραβλέποντας παλαιότερες επικρίσεις για τον Δυτικό πολιτισμό, π.χ. από τους Α. Tocqueville, O. Spengler, J. Papini κ.ά., από τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να πληθαίνουν, κυρίως στη Γαλλία, απόψεις ότι η Δύση έχει εισέλθει στη φάση της βαρβαρότητας –σ’ αυτές εγγράφονται και οι θέσεις του M. Foucault για την βιοηθική και τη βιοεξουσία.

Εκείνο που προκύπτει είναι ότι εφόσον οι μετά το 2.000 π.Χ. κοινωνίες είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία κοινωνίες της ανισότητας, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανώτερο πολιτισμό. Η βιομηχανική κοινωνία παρουσιάζει ορισμένες θετικές πλευρές, π.χ. αύξηση της τεχνολογίας, του επιπέδου υλικής ζωής, του ορίου ηλικίας κ.ά., αλλά παράλληλα χαρακτηρίζεται από στοιχεία βαρβαρότητας που είναι ανύπαρκτα στις προηγούμενες κοινωνίες. Για παράδειγμα, ενώ δίνει έμφαση στην ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας, ταυτόχρονα επιβάλλει το μεγαλύτερο από κάθε άλλη κουλτούρα έλεγχο στο άτομο. Πιο σημαντική είναι η έλλειψη ομοιοστασίας, γι’ αυτό, αντίθετα από τις άλλες κουλτούρες, παρουσιάζει φτώχεια, ανεργία και άστεγους. Στην περίοδο της αποδόμησης που διέρχεται, τα συμπτώματα αυτά διογκώνονται και, σε σύνδεση με τη βία που τα συνοδεύει, αποτελούν την επέλαση της βαρβαρότητας.   
 
Σε πρόσφατο του βιβλίο ο Z. Bauman καταγράφει τις «Παράπλευρες απώλειες» που προκαλεί η αποδόμηση του συστήματος: αβεβαιότητα, ανασφάλεια, φοβία, εχθρότητα, συρρίκνωση της δημοκρατίας και που αποτελούν μορφές της βαρβαρότητας. Στο τελευταίο του βιβλίο, που εκδόθηκε στα αγγλικά, ο Μάνος Σπυριδάκης αναλύει μια άλλη, εξίσου σοβαρή πλευρά της βαρβαρότητας, αυτήν που προέρχεται από την ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Ποια μπορεί να είναι η σχέση της ανεργίας με τη βαρβαρότητα;   
  
Ας το δούμε πιο συγκεκριμένα. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο ιδεαλισμό, πιστεύαμε ότι στην πορεία της εξέλιξης οι πρόγονοί μας έγιναν άνθρωποι από τη στιγμή που απέκτησαν τη γλώσσα και ότι η απόκτηση της γλώσσας ήταν προϊόν της βιολογικής εξέλιξης. Το 1876 ο F. Engels διατύπωσε την τολμηρή για τότε θέση ότι η γλώσσα υπήρξε το προϊόν της δράσης του ανθρώπου στη φύση μέσω της εργασίας. Η θέση του δικαιώθηκε μετά από έναν αιώνα, όταν επιβεβαιώθηκε από την προϊστορική αρχαιολογία ότι, αφότου εμφανίζεται ο άνθρωπος πριν 2.9 εκατπμμύρια χρόνια, με κριτήριο την κατασκευή εργαλείου από άλλο εργαλείο, χρειάστηκαν 1,5 εκατομμύριο χρόνια συνεχούς δράσης στον πλανήτη μας μέχρι να κατακτήσει τη γλώσσα.              
                   
Η εμφάνιση του ανθρώπου αποτελεί βαθιά τομή στη φυσική εξέλιξη. Η επιβίωσή του δεν εξασφαλίζεται από το γενετικό κώδικα και τα λεγόμενα ένστικτα, όπως συμβαίνει με όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά με την επίκτητη μάθηση και τη δράση του στο μετασχηματισμό της φύσης διαμέσου της κοινωνικής συγκρότησης. Η διαφορετική αυτή σχέση που συνάπτει με τη φύση, σχέση επέμβασης σ’ αυτήν και μετασχηματισμού της, είναι η σχέση εργασίας. Με τη σχέση εργασίας ο άνθρωπος μεταμορφώνει το περιβάλλον και το χρησιμοποιεί με βάση τις ανάγκες του – παράγει τη φωτιά, δαμάζει τα ζώα, κατασκευάζει καταυλισμούς, αξιοποιεί τη δύναμη του ανέμου και του νερού, επεμβαίνει στην ίδια τη δομή της ύλης με την ατομική ενέργεια. Χάρη στη σχέση εργασίας, αποκτά την ικανότητα να επιβιώνει σε οποιοδήποτε περιβάλλον του πλανήτη μας χωρίς να αλλάζει είδος, ικανότητα που δεν την διαθέτει κανείς άλλος ζωντανός οργανισμός. Χάρη στην εργασία, τέλος, αναπτύσσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που τον ξεχωρίζουν από τη βιόσφαιρα: δημιουργικότητα, επινοητικότητα, προσωπικότητα. Μέσα από τις σχέσεις εργασίας προσδιορίζεται η ηθική του υπόσταση.     
                
Σύμφωνα με τα παραπάνω, που είναι σε όλους γνωστά αλλά αποσιωπούνται σκόπιμα, η αφαίρεση της εργασίας, η ανεργία, αποτελεί, μαζί με τις επιθέσεις κατά της υγείας και της παιδείας, μια από τις σοβαρότερες μορφές της επερχόμενης βαρβαρότητας. Δεν αποτελεί, απλά, οικονομικό μέγεθος ή όρο της παραγωγής. Καταλύει την προσωπικότητα και την ηθική υπόσταση του ατόμου. Τις επιπτώσεις αυτής της βαρβαρότητας, που αποτελεί κοινωνικό πλήγμα, εξετάζει στο βιβλίο του, ο Μάνος Σπυριδάκης. Δεν περιορίζει το φαινόμενο μόνο στους ανέργους αλλά το επεκτείνει και σε όλους όσοι έχουν ανασφάλεια εργασίας οι οποίοι, δεδομένης της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και του ελέγχου που ασκείται στους μονίμους υπαλλήλους, αφορούν το σύνολο του πληθυσμού.        
               
Η έρευνά του αφορά τους απολυμένους της καπνοβιομηχανίας, τους εργαζόμενους στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα και στους τραπεζικούς υπαλλήλους. Το γενικό γνώρισμα όλων αυτών, πιο έντονο στους ανέργους, είναι η ανασφάλεια της εργασίας. Διάγουν σε κατάσταση «κατωφλιού», δηλαδή σε συνθήκες εκκρεμότητας ή περιθωριοποίησης. Από τη μια πλευρά διαπιστώνει ότι η αύξηση της ανασφάλειας συνδέεται με αύξηση της ανισότητας και μείωση της παραγωγικότητας, σε αντίθεση με τις εξαγγελίες των «ειδικών». Από την άλλη, η ανασφάλεια της εργασίας προκαλεί στους εργαζόμενους ασάφεια ηθικής. Οι περισσότεροι στιγματίζονται, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά. Θεωρούν ότι η κατάστασή τους οφείλεται σε προσωπική τους αποτυχία, πράγμα που τους προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα. Μειώνουν τις κοινωνικές επαφές τους και τη δραστηριότητά τους, μειώνουν την κοινωνική δράση τους, γίνονται απαθείς και αποδομούν το χρόνο τους ή οδηγούνται στην αυτοκτονία. Για να βρουν νέα δουλειά ή για να εξασφαλίσουν αυτήν που έχουν υποβάλλονται σε χειρότερες μορφές συναίνεσης και σε έκπτωση της αξιοπρέπειας. Η απώλεια της ένταξής τους στο κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα, που προκύπτει από την απώλεια ή την ανασφάλεια της εργασίας, επιφέρει κλονισμό της σωματικής και της ψυχικής τους υγείας.       
 
Είναι προφανείς οι επιπτώσεις που προκαλούνται από την ανασφάλεια εργασίας σε όλη την οικογένεια του εργαζόμενου, ώστε δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σ’ αυτό. Το σημείο στο οποίο επιμένει ο Μ. Σπυριδάκης είναι η πλήρης ανατροπή της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή «η επιλογή του ατόμου για αύξηση του κέρδους με το ελάχιστο κόστος». Για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού αυτό δεν ισχύει, γιατί οι εργαζόμενοι δεν έχουν επιλογές και γιατί αν έχουν κάποια επιλογή αυτή αφορά τη μόνιμη εργασία και όχι το κέρδος. Το πιο σοβαρό είναι ότι, επειδή η ανεργία, μαζί με την αποδόμηση του βιομηχανικού μοντέλου, διογκώνονται συνεχώς, ομοίως διογκώνεται και το φάσμα της βαρβαρότητας.

Βιβλιογραφία
Bauman, Z. “Collateral damages”, Cambridge/Malden, Polity, 2011.       
Engels, F., The Part Played by Labour in the Transition from Ape to Man, Moscow, Progress, 1974 [1876]

Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Συνομιλώντας με τον ΣΥΡΙΖΑ





Του Κώστα Λαπαβίτσα (από εδώ)


Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πια κοντά στην εξουσία και η ιστορική αυτή εξέλιξη απαιτεί ψυχραιμία και καθαρότητα σκέψης. Είναι άχαρο να πρέπει να γράψει κανείς για τα θέματα αυτά βάζοντας και τον εαυτό του μέσα. Αλλά ο θόρυβος των τελευταίων ημερών για τη σχέση μου με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τόσο έντονος και η εκστρατεία κατατρομοκράτησης του ελληνικού λαού είναι τόσο μεγάλη που πρέπει να ειπωθούν ορισμένα πράγματα.


Μερικά προσωπικά δεδομένα 

Πρώτον, δεν είμαι, ούτε ποτέ υπήρξα, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον στέλεχός του.

 
Δεύτερον, δεν συμμετέχω στην Οικονομική Επιτροπή του, ούτε είχα την παραμικρή ανάμειξη στη διαμόρφωση του προγράμματός του, είτε αυτού ‘της Θεσσαλονίκης’, είτε οποιουδήποτε άλλου.


Τρίτον, δεν υπήρξα ποτέ σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα, ή τα άλλα ευφάνταστα που έχουν συχνά αναφερθεί στα ΜΜΕ.


Τέταρτον, ακόμη και στο περίφημο ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ στην Αργεντινή το Δεκέμβρη του 2012, δεν ήμουν μέλος της αντιπροσωπείας του. Βρέθηκα στο Μπουένος Άιρες μετά από προσωπική πρόσκληση των διοργανωτών της επίσκεψης, δηλαδή ουσιαστικά της κυβέρνησης της Αργεντινής.


Είναι όμως αλήθεια ότι έχω πυκνές επαφές με τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που αγωνιούν για τις προοπτικές του. Υπάρχει αναμφίβολα μια θερμή σχέση συμπαράταξης, αμοιβαίας στήριξης και κοινού στόχου. Όπως είναι αλήθεια ότι συνομιλώ συστηματικά με ηγετικά στελέχη του κόμματος για θέματα οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής. Είναι, τέλος, αλήθεια ότι έχω επανειλημμένως συνομιλήσει και με τον Αλέξη Τσίπρα για τα ίδια θέματα. Για τους λόγους αυτούς υποθέτω ότι μου ζητήθηκε να είμαι υποψήφιος στις ευρωεκλογές του 2014, αν και τελικά δεν έγινε αποδεκτή η υποψηφιότητά μου από αυτούς που κατάρτισαν τα ψηφοδέλτια.


Η σχέση αυτή φαντάζει – και είναι – αντιφατική. Οι αντιφάσεις της όμως έχουν να κάνουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι με εμένα, όπως αμέσως θα δείξω.


Τρεις πιθανές λύσεις για την κρίση της Ευρωζώνης

Όταν ξέσπασε η κρίση της Ευρωζώνης το 2010 έγινε φανερό ότι υπήρχαν τρεις πιθανές λύσεις.


Η πρώτη – και πιθανότερη – ήταν η επιβολή άγριας λιτότητας, με παράλληλη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα των επαγγελμάτων και τα παρόμοια. Τα κυρίαρχα στρώματα εξουσίας στην Ευρώπη την επέλεξαν χωρίς δισταγμό και η τρόικα την επέβαλε στις χώρες της περιφέρειας προκαλώντας κοινωνική καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα σταθεροποιώντας τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σήμερα διαγράφεται ο κίνδυνος να επιβληθεί και σε χώρες του κέντρου.


Η δεύτερη – και πολύ λιγότερο πιθανή – ήταν η έξοδος από την ΟΝΕ με στάση πληρωμών στο χρέος και παράλληλη ολική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Η λύση αυτή θα μπορούσε να γίνει με σκληρό και αυταρχικό τρόπο υπέρ των μεγάλων συμφερόντων. Θα μπορούσε όμως να γίνει και με βαθιά ανατρεπτικό τρόπο βάζοντας τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε πορεία κοινωνικής ανάπτυξης υπέρ του κόσμου της εργασίας. Αυτήν ακριβώς την πρόταση διατύπωσα με τους συνεργάτες μου του RMF στο Λονδίνο ήδη από τον Μάρτιο του 2010, και δεν ήμουν βέβαια ο μόνος.


Για όσους έχουν ψύχραιμη αντίληψη των μηχανισμών της ΕΕ και των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά και γνώση της νομισματικής θεωρίας, ήταν  φανερό ότι μόνο αυτές οι δύο λύσεις ήταν εφικτές. Υπήρχε όμως και μια τρίτη λύση, αγαπημένη των πανεπιστημιακών, των διανοουμένων και άλλων που σχετίζονται με τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς των Βρυξελλών. Ήταν το ‘καλό ευρώ’, δηλαδή η ιδέα ότι η κρίση θα μπορούσε να λυθεί με φιλολαϊκά μέτρα διατηρώντας όμως το κοινό νόμισμα και παράλληλα αλλάζοντας τη λειτουργία της ΟΝΕ προς όφελος των εργαζομένων. Βασικά της στοιχεία ήταν η ανάληψη μέρους του χρέους της περιφέρειας από το κέντρο, οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές χώρες, η εγκατάλειψη της λιτότητας, η φορολογία του πλούτου κι ένα κύμα επενδύσεων για την άνοδο της παραγωγικότητας.


Η πρόταση αυτή κατακυρίευσε την ευρωπαϊκή Αριστερά γιατί της επέτρεψε να κάνει αντιπολίτευση στη λιτότητα χωρίς να χρειάζεται να πάρει ριψοκίνδυνες θέσεις που θα απειλούσαν τον πυρήνα της ταξικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Το ‘καλό ευρώ’, εξάλλου, επιδιώκει να μετατρέψει ακόμη και την ΕΚΤ σε μηχανισμό κοινωνικής αλλαγής υπέρ των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων …


Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχήθηκε από τη θεωρία του ‘καλού ευρώ’ ήδη από το τέλος του 2010. Συνεπώς η καμπάνια κατατρομοκράτησης του ελληνικού λαού στην οποία τώρα επιδίδεται η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι παντελώς αβάσιμη. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει την παραμικρή επιθυμία, πόσο μάλλον το σχέδιο, να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως επιδιώκει να επιλύσει την ελληνική κρίση χωρίς ρήξη με την ΟΝΕ, ενώ θα αλλάξει την Ευρώπη υπέρ των εργατικών συμφερόντων.


Υπάρχει βέβαια το σχετικό πρόβλημα ότι η Γερμανία που πλέον κυριαρχεί στην ΟΝΕ αντιτίθεται τελείως στην προοπτική αυτή διότι ο εξαγωγικός της τομέας και οι τράπεζές της είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της ΟΝΕ με τη σημερινή της μορφή. Φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε καν την απόλυτη ιδεολογική κυριαρχία της λιτότητας στη γερμανική πολιτική ζωή. Υπάρχει επίσης το ζήτημα ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ απορρίπτουν ολοκληρωτικά το ‘καλό ευρώ’, ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές, που είναι αναφανδόν υπέρ της λιτότητας, το πολεμούν με λύσσα. Υπάρχει ακόμη η λεπτομέρεια ότι τα στρώματα εξουσίας στην Ελλάδα, που έχουν γνώση της κατάστασης, το αντιμετωπίζουν περίπου ως ανέκδοτο.


Αλλά για τους ζηλωτές του ‘καλού ευρώ’, το σημαντικότερο είναι να υπάρξει η αλλαγή των πολιτικών ‘συσχετισμών’. Όλα είναι πολιτική, όπως συχνά λέει και η ελληνική Αριστερά, που μονίμως μπερδεύει την πολιτική με την πολιτικολογία.


Το εντυπωσιακό είναι ότι ο ευρύτερος ΣΥΡΙΖΑ – στελέχη, μέλη και ψηφοφόροι – έχει δείξει πολύ μεγαλύτερη ωριμότητα και επιφυλακτικότητα. Η ανησυχία του είναι βαθιά και τα ερωτήματα δεκάδες. Γιατί να δεχτούν οι χώρες του κέντρου την απαλλαγή της Ελλάδας από το άχθος του χρέους; Γιατί να συναινέσει η ΕΕ σε χαλάρωση της λιτότητας; Πως θα συνεχιστεί η παροχή χρηματοδότησης, αλλά και ρευστότητας; Ποια διαπραγματευτικά χαρτιά έχει η πλευρά μας; Τι θα γίνει αν οι μηχανισμοί της ΕΕ και οι αγορές μας κηρύξουν πόλεμο;


Οι απαντήσεις που συνεχίζουν να δίνονται δεν είναι πειστικές και πολλοί σταδιακά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί τελικά να επιλέξει ανάμεσα στις δύο πρώτες λύσεις. Μια επιλογή που αν γίνει υπό το βάρος των καταστάσεων, χωρίς προετοιμασία και χωρίς οργάνωση και ψυχολογική ετοιμότητα των λαϊκών στρωμάτων, θα είναι άκρως επικίνδυνη.


Και τώρα τι;

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θριαμβεύσει εκλογικά στη βάση της πολιτικής του ‘καλού ευρώ’ και πλέον ετοιμάζεται για την κυβέρνηση. Ακόμη και τώρα βέβαια θα μπορούσε να ακούσει η ηγεσία του τη φωνή της κριτικής και να κάνει αντίστοιχα βήματα. Πόσο δύσκολη είναι όμως μια τέτοια απόφαση, όταν τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά και ορθώνεται η προοπτική της εξουσίας ...


Είναι γεγονός ότι τα εξουθενωμένα εργατικά στρώματα, οι καταληστευμένοι μικρομεσαίοι και οι ταλαιπωρημένοι αγρότες προσβλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όμως εξίσου γεγονός ότι έχουν βαθιές αμφιβολίες και για τη διακηρυγμένη πολιτική του και για τη στιβαρότητά του. Ακόμη βαθύτερες αμφιβολίες έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδων αριστεροί ψηφοφόροι, καθώς μάλιστα βλέπουν να ξεδιπλώνεται η στρατηγική του ‘καλού ευρώ’. Πώς να ερμηνεύσουν τη συνεχή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, τις επαφές του με τους πολιτικούς χαμαιλέοντες του μνημονιακού στρατοπέδου και τους χαριεντισμούς του με ανθρώπους που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε πια στην ελληνική κοινωνία; Τι συμπέρασμα να βγάλουν από την απόλυτη αδιαφορία του για το συμβαίνει στα αριστερά του;


Το 2014 δεν είναι 2012, ούτε φυσικά 2010. Η επιλογή της λιτότητας έχει σταθεροποιήσει την οικονομία μέσα στα ερείπια, αλλά η κοινωνία έχει ρημαχτεί. Οι προοπτικές ανάπτυξης είναι κακές και οι ταξικές διαφορές εντονότερες από ποτέ. Τα λαϊκά στρώματα είναι καταδικασμένα στους χαμηλούς μισθούς και την υψηλή ανεργία, ενώ ο κύριος όγκος των μικρομεσαίων αργοσβήνει. Υπάρχουν όμως μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που έχουν επιβιώσει με σχετικά περιορισμένες απώλειες και βλέπουν τώρα την ύφεση να τελειώνει. Υπάρχει η άρχουσα τάξη που δεν έχει μετακινηθεί ούτε ρούπι από την επιλογή της πρώτης λύσης, δηλαδή του ‘πραγματικού ευρώ’. Υπάρχουν οι μηχανισμοί της ΕΕ που έχουν γίνει σκληρότεροι, κυνικότεροι και απολύτως εχθρικοί προς οποιαδήποτε άλλη λύση. Υπάρχουν, τέλος, οι χρηματοπιστωτικές αγορές που απειλούν με αντιστροφή των ροών κεφαλαίου και άνοδο των επιτοκίων. Τα θηρία αυτά δεν εξημερώνονται.


Το μείγμα είναι εκρηκτικό και η θεωρία του ‘καλού ευρώ’ σύντομα θα δοκιμαστεί στην πράξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ιστορική ευθύνη απέναντι στον ελληνικό λαό. Το ελάχιστο που απαιτείται είναι να εφαρμόσει τις μετριοπαθέστατες διακηρύξεις της Θεσσαλονίκης, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Οι ψηφοφόροι της Αριστεράς, στους οποίους φυσικά ανήκω κι εγώ, θα τον στηρίξουν παρά τις μεγάλες επιφυλάξεις τους, αν μη τι άλλο γιατί τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς έχουν διαλέξει το δρόμο της ανυπαρξίας, διευκολύνοντας έτσι τη στροφή του προς το κέντρο.


Αλλά η ανοχή θα είναι μηδαμινή. Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα θέλουν μια καθαρή λύση που θα την επιβάλλουν καθαροί άνθρωποι. Αν υπάρξει έστω και η παραμικρή υπόνοια βρώμικου συμβιβασμού, ή αν απλώς καταρρεύσει η στρατηγική του ‘καλού ευρώ’ μέσα σε συνθήκες χάους, η μεταστροφή θα είναι γρήγορη και βίαιη.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

«Αποχρωματισμοί»





Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (από εδώ)


…Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
- άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως».

(Β. Λεοντάρης, Αποχρωματισμοί, 1959)


«Με τη Γιάννα Αγγελοπούλου συναντάται το μεσημέρι ο Αλέξης Τσίπρας». Ακούγοντας αυτό το ειδησάριο από το ραδιόφωνο (Στο Κόκκινο, 10/11/14) δεν μπορώ ομολογουμένως να πω ότι «έπεσα απ‘ τα σύννεφα», αφού εδώ και κάμποσο καιρό φιδοσέρνονται οι φήμες πως ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς πλησιάζει προς την εξουσία απαλλάσσεται σιγά-σιγά από κάποια αριστερά βαρίδια «αποχρωματίζοντας» την ιδεολογικά έντονη πολιτική ταυτότητά του, προκειμένου να απευθυνθεί πιο πειστικά τόσο σ’ ένα καινούριο ακροατήριο όσο και σ’ αυτούς που ανεξαρτήτως κυβερνήσεων «κυβερνούν αυτόν τον τόπο».

Μιλώντας εδώ γι’ αυτές τις φήμες δεν αναφέρομαι διόλου στα εκ δεξιών φληναφήματα απόμαχων πλην όμως φλύαρων πασοκογενών «χοντρών γαλάζιων ποντικών» της γνωστής συνομοταξίας «όλοι-μαζί-τα φάγαμε», ούτε στους ευσεβείς πόθους των αναιμικών ιδαλγών της «αριστεράς της ευθύνης» αλλά στις έσωθεν προερχόμενες βάσιμες ανησυχίες και στα –αναπάντητα έως τώρα- αγωνιώδη ερωτήματα που γεννούν οι προοδευτικά συσσωρευόμενες ενδείξεις εξαλλαγής και αφομοίωσης του κινήματος του ΣΥΡΙΖΑ - διότι περί συνισταμένης κινημάτων επρόκειτο αρχικά.

Δεν χρειάζεται να αναφέρω παραδείγματα, όμως ας είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας τουλάχιστον: Όλοι μας εισπράττουμε αυτή τη διάχυτη περιρρέουσα ανησυχία που προκαλείται από συγκεκριμένες ενέργειες της ηγεσίας του ΣΤΡΙΖΑ. Μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι, λ.χ., και οι κατά καιρούς «συναντήσεις» και «συνομιλίες» του Αλέξη Τσίπρα με τους διάφορους παράγοντες του οικονομικοπολιτικού συστήματος- από τους άξεστους μιντιάρχες έως τον τεχνοκρατικά πεπαιδευμένο κ. Στουρνάρα. Και καλά με τον κ. Στουρνάρα, όμως με την κ. Αγγελοπούλου γιατί τάχα θα έπρεπε να συναντηθεί και για τι πράγμα θα είχε να «συνομιλήσει» ένας ηγέτης της αριστεράς, δίνοντας πολιτική υπόσταση σε ένα πολιτικά ανυπόστατο πρόσωπο; Τι, δηλαδή, εκπροσωπεί θεσμικά η πάλαι ποτέ σημαιοφόρος της οικονομικά και ηθικά επονείδιστης εκείνης ολυμπιακής εκστρατείας;

Είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι καμμία ένδειξη αυτοκριτικής δεν έχουμε μέχρι σήμερα από τους αυτουργούς του εθνικού εγκλήματος του 2004. Καμμία ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας. Από κανέναν – και είναι πολλοί. Θυμηθείτε την «εθνική ομοψυχία», την παλλαϊκή αυτοκτονική προθυμία που είχαν καταφέρει να υφαρπάξουν υπνωτιστικά από το αιώνιο θύμα τους οι πολιτικοί και «πνευματικοί» ταγοί του, από τον εκσυγχρονιστή τότε πρωθυπουργό έως τους υπουργοποιημένους εθνολυρικούς δημοσιογράφους. Και θυμηθείτε ακόμη πόσο λίγοι ήταν οι «γραφικοί» και οι «ανθέλληνες» αντιφρονούντες και πως πνίγονταν οι ενστάσεις τους μέσα στη γενική οχλοβοή: ακόμα και στην Ελευθεροτυπία του Φυντανίδη δεν εισχωρούσαν εύκολα τέτοιες παράφωνες ενστάσεις. Στα κανάλια ακόμα χειρότερα – άκρα του τάφου σιωπή. Ήταν, όντως, «πολλά τα λεφτά». Και τα πληρώνουμε τώρα «όλοι μαζί» κι ας μη συμμετείχαμε στο πάρτυ.

Σήμερα βέβαια, πολλοί από τους τότε εξυμνητές και βάρδους εκείνης της ολέθριας εποποιίας έχουν απαρνηθεί (χωρίς όμως ίχνος αυτοκριτικής: «όλοι φταίμε», άρα κανείς δεν φταίει) ή προσπαθούν να ανακατασκευάσουν το απεχθές αυτό παρελθόν που αναγνωρίζεται πλέον από όλους ως μία από τις αιτίες των δεινών του παρόντος- αλλά χωρίς να φτάνουν ως τις αναγκαίες καθαρτήριες συνέπειες αυτής της αναγνώρισης. Για «να μην ξύνουμε πληγές». Για «να μην αναμοχλεύουμε τα πάθη».

Μα από εδώ ακριβώς ξεκινάει και πάλι το απέθαντο κακό. Ξεχνάμε. Χρυσόψαρα στη γυάλα του συστήματος. Ξεχνάμε, «αποχρωματιζόμαστε», ξεθωριάζουμε: «άνθρωποι που διελύθησαν ησύχως». 


Πίνακας: JMW Turner, Norham Castle, Sunrise c1845

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Ένα πρόγραμμα χωρίς έμπνευση




Του Αντώνη Λιάκου (από εδώ)   


Δεν θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα το οποίο έχει διαγράψει μια δυναμική πορεία, που το φέρνει με αξιώσεις στα πρόθυρα διακυβέρνησης, να κυκλοφορεί πρόγραμμα πολιτισμού που θυμίζει ΠαΣοΚ δεκαετίας '80. Βέβαια η «βίαιη ωρίμανση» δεν συντελείται ταυτόχρονα παντού, και εκτός από τα άγουρα υπάρχουν και τα μπαγιάτικα. Βέβαια σ' όλα τα μεγάλα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες. Διαπιστώνει επίσης κανείς, από την εμπειρία των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι η πολιτική του πολιτισμού θεωρείται κερασάκι στην τούρτα, πολυτέλεια που αφορά δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Ιδια άποψη διαπερνά βέβαια και τις κριτικές που δέχτηκε έως τώρα αυτό το πρόγραμμα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την έννοια πολιτισμός χωρίς εξιδανίκευση ή πέραν της σχέσης βάση - εποικοδόμημα. Αλλά ο πολιτισμός παράγει. Και όταν λέμε παράγει δεν εννοούμε την κακόηχη ανοησία περί «βιομηχανίας πολιτισμού στην Ελλάδα». Ο πολιτισμός παράγει υποκείμενα, τις σχέσεις τους με το σώμα τους, την τεχνολογία, τη θρησκεία, την οικονομία και την κοινωνία, παρεισφρέει στην ίδια την υφή τους.

Διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας και αρθρώνουμε λόγο γι' αυτόν μέσα από το πολιτισμικό αλφάβητο που μάθαμε να χρησιμοποιούμε. Ο πολιτισμός με δυο λόγια δεν περιλαμβάνει απλώς ιδέες και αξίες στη σφαίρα του υψηλού, αλλά επίσης τεχνολογία και καθημερινές πρακτικές. Ο πολιτισμός της ψηφιακής εποχής είναι διαφορετικός από εκείνης του έντυπου λόγου, όπως και εκείνος διέφερε από την εποχή του χειρογράφου. Επομένως μια πολιτική του πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να αφορά απλώς «τέχνες και γράμματα», ούτε να διέπεται από μιαν εκ των άνω προς τα κάτω κρατική λογική. Η νέα τεχνολογία αναδιατάσσει τις κοινότητες, το εθνικό και το διεθνές, την παραγωγή, κυκλοφορία και χρήση της πληροφορίας. Πολιτισμός χωρίς συμμετοχή, συμμετοχή του πλήθους, δεν νοείται. Η πρόκληση αφορά τη δημιουργική οργάνωση του χάους. Μια πολιτική πολιτισμού πρέπει να διαπερνά το σύνολο ενός κυβερνητικού προγράμματος.

Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μια κρίση πολιτισμού. Είναι άνθηση πολιτισμού. Αν η οικονομική κρίση είχε συνοδευτεί και από πολιτισμική κρίση, η χώρα θα ήταν νεκρή. Οποιος κοιτάξει γύρω του, αν δεν πάσχει από πρεσβυωπία, θα δει τον κόσμο να συζητάει τα μεγάλα ζητήματα από την αρχή, θέτοντας υπό κριτική αυτονόητα και βασικές έννοιες. Ενα βουλευτήριο έχει γίνει ο τόπος μας, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή όχι και αν οι συζητήσεις ικανοποιούν τα γούστα των διανοουμένων. Ο κόσμος έχει πάρει τον λόγο. Εχει γίνει υποκείμενο του λόγου του. Πλήθος μικρές θεατρικές, μουσικές, χορευτικές, ποιητικές ομάδες και παρέες συναντιούνται και κάνουν πράγματα, μόνες τους, με λίγα μέσα. Πόσες πρωτεύουσες έχουν το βράδυ τον πλούτο εκδηλώσεων της Αθήνας; Οι άξονες του πολιτισμικού χώρου αναδιατάσσονται με την είσοδο νέων μεγάλων παικτών. Και η εμφάνιση του ναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας, σ' αυτή την έκταση, πολιτισμικό φαινόμενο είναι. Οχι έλλειψη, όχι απουσία πολιτισμού, αλλά προσπάθεια να δοθεί στον πολιτισμό ένα νόημα και να συνδεθεί με οικεία πράγματα, οικεία κακά. Ο πολιτισμός είναι όρος αξιακά ουδέτερος. Οι καινούργιες πολιτικές ταυτότητες θα αντλήσουν από αυτό το έδαφος. Θα είναι και αποδεκτές και απαράδεκτες, αλλά πολιτισμικά προσδιορισμένες και με πολιτισμικά υλικά φτιαγμένες. Αντί λοιπόν το πρόγραμμα πολιτισμού της Αριστεράς που φιλοδοξεί να θέσει τη χώρα σε καινούργια τροχιά να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις, να έχει συνολική οπτική, είναι μια συρραφή από συντεχνιακά αιτήματα όπως οι 19 τοπικοί κρατικοί ραδιοσταθμοί και η ενιαία τιμή του βιβλίου! Απουσιάζουν οι μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές, που θα αποτυπώσουν την ταυτότητά του. Χωρίς έμπνευση.

Σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το βασικό ζήτημα θα ήταν η πρόσβαση στους πολιτισμικούς πόρους. Η ανισότητα και η ανισοκατανομή πολιτισμικών πόρων και συμβολικού κεφαλαίου παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική ανισότητα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και δεν έχει την πολυτέλεια μιας ελιτίστικης δόμησης της παιδείας και των πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Η έγνοια για τον πολιτισμό πρέπει να διεισδύσει βαθιά στην εκπαίδευση, στη διά βίου μάθηση, στην επαφή με τις κοινότητες των μεταναστών, στη μεταφορά πολιτισμικών πόρων στις υποβαθμισμένες περιοχές. Καιρός να θέσει η Αριστερά το ζήτημα της πολιτισμικής δημοκρατίας ως έναν από τους βασικούς άξονες του προγράμματός της. Η πολιτική δημοκρατία είναι ανάπηρη και ανυπεράσπιστη χωρίς πολιτισμική δημοκρατία, και μάλιστα σε μια εποχή στην οποία το σώμα πάνω στο οποίο άνθησε η δημοκρατία έπαψε να είναι εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενές.

Πώς ένα κόμμα που δεξιώνεται την Μπάτλερ, τη Σπίβακ, τον Αγκαμπεν, τον Ζίζεκ, τον Μπαλιμπάρ, που διαθέτει σοβαρούς διανοούμενους, μπορεί ταυτόχρονα να αρθρώνει παρόμοιο φοβικό πρόγραμμα; Πού αποτυπώνεται στο πρόγραμμα η κριτική θεωρία, οι επεξεργασίες της πολιτισμικής Αριστεράς; Αν το κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πώς αντιμετωπίζονται οι βαθιές πολιτισμικές διακρίσεις που τις συνοδεύουν, η επίταση των ανισοτήτων στο συμβολικό πεδίο; Πάνω στην οικονομική στέρηση, προωθώντας μια συνωμοσιολογική και εθνοκεντρική ανάγνωση του κόσμου, βασίζεται και η ευρωσκεπτικιστική λαϊκιστική Δεξιά. Οπως η πολιτισμική Αριστερά χωρίς την κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων γίνεται παιχνιδάκι της τεχνοκρατικής και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, έτσι και η κοινωνική Αριστερά χωρίς την κριτική της πολιτισμικής Αριστεράς κινδυνεύει να μοιάσει της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς.

Τέλος, ένα πρόγραμμα γειωμένο στην Ελλάδα δεν μπορεί να μη συζητεί την «τυραννία της αρχαιότητας» σε βάρος της σύγχρονης δημιουργικότητας. Το κυρίαρχο πλέγμα αντιλαμβάνεται τη σχέση των Ελλήνων με την ιστορία τους ως μια μεταπρατική σχέση. Η μνήμη και οι ιστορικές κληρονομιές έχουν επισκιάσει την έννοια του πολιτισμού και τη δυναμική της σχέση με το μέλλον. Δεν αφορά αυτό την πολιτική πολιτισμού της Αριστεράς;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η βιοπολιτική της ανευθυνότητας





Της Μαρίας Μάρκου (από εδώ)


Σε πρώτη ευκαιρία μας θυμίζουν ότι έχουν κι αυτοί καρδιά. Πονάνε τον ελληνικό λαό που κάνει θυσίες, δεν φταίνε όμως που τις επιβάλλουν.

Είναι, βλέπετε, το «χθες» που τους έλαχε να κληρονομήσουν. Το χθες με τα δικά μας λάθη που κάνει τη λεηλασία της ζωής μας να μοιάζει Θεία δίκη και τη δική τους αξίωση στην υποταγή μας να μοιάζει λογική. «Θέλετε να γυρίσουμε στο χθες»; Ρητορική ερώτηση με μια υποψία απειλής. Όπως το «να τα ξεχάσετε αυτά που ξέρατε» στην τελευταία κοινοβουλευτική εμφάνιση του πρωθυπουργού. Η δημιουργική καταστροφή προϋποθέτει τη συλλογική αμνησία.

Είναι και ο Προϋπολογισμός που δεν βγαίνει. Ουκ αν λάβοις… Το αυταπόδεικτο της σπάνης μας υποχρεώνει ν' αποδεχτούμε ότι χάσαμε. Στο περιθώριο εκείνης της ιστορίας επιτυχίας, ο γνωστός Γεωργιάδης ρωτούσε πρόσφατα στην τηλεόραση «δεν προσέξατε ότι η χώρα χρεοκόπησε;» για να προτείνει τη διακοπή χρηματοδότησης του δημόσιου πανεπιστημίου, σε όφελος της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων «που θα φέρουν εισόδημα στη χώρα». Έτσι ακριβώς. Εισόδημα για τη χώρα είναι το εισόδημα του επιχειρηματία. Ε, δεν μπορεί, κάπως θα το ξοδέψει. Ο εξίσου γνωστός Πρετεντέρης πλειοδοτούσε: «Δεν είναι καιρός να περιοριστεί το δωρεάν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη»; Και πολύ το καθυστερήσαμε.

Είναι, προπάντων, οι διεθνείς δεσμεύσεις. Αν αυτοί που μας κυβερνούν δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, «η αγορά εκδικείται» κατά πάγια συνήθειά της. Και τότε δεν θα φταίνε αυτοί να μας επιβάλουν σκληρότερες θυσίες και να αναλάβουν ισχυρότερες δεσμεύσεις. Πάντα με κόκκινες -από το αίμα μας- γραμμές.

Οι τεχνοκράτες τους βεβαιώνουν ότι κάνουν το σωστό για τη σωτηρία μιας χώρας που δεν έχουν αντιληφθεί ότι κατοικείται. Γι’ αυτό και δεν λογαριάζουν, λένε, το πολιτικό κόστος. Προσόν και τούτο μιας δημοκρατίας του τσαμπουκά αντί για εκείνη την παλιάς κοπής λαϊκή κυριαρχία. Η μόνη επιτυχία, άλλωστε, που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης ήταν ότι κατάφερε και «το πεζοδρόμιο σίγησε». Λίγες μέρες αργότερα επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη μαθητική παρέλαση. Αν δεν το φιμώσεις, πόσο θα σιγεί και το πεζοδρόμιο;

Το ανεύθυνο κράτος δεν είναι μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά το πιο ασφαλές μέσο εφαρμογής των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής, πάντα συμβατών με τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, πάντα ξένων προς τη δημοκρατία. Όπως γράφει η Wendy Brown, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική πραγματικότητα, αλλά το σχέδιο κατασκευής ενός κόσμου «κορεσμένου από το κεφάλαιο» με την έννοια ότι επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ο κανόνας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, ο υπολογισμός, η βαρβαρότητα.

Είναι μια αντι-νεωτεριστική βιοπολιτική, με εμβληματικά προϊόντα και εργαλεία της ένα νέο είδος κράτους κι ένα νέο είδος πολίτη. Παράγει ένα κράτος αμέτοχο προς την κοινωνία που δεν εγγυάται την ελευθερία της αγοράς με τον τρόπο που εγγυάται κάθε άλλη έκφραση της ελευθερίας -αν περιγράφαμε έτσι τη νομιμοποιητική βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας- αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικός «παίκτης».

Παράγει το κράτος-επιχείρηση που λειτουργεί με όρους κόστους-ωφέλειας, εκτιμά το επιχειρηματικό περιβάλλον, υπολογίζει το επιχειρηματικό ρίσκο και δρα με τρόπο που ν’ «αξίζει τα λεφτά του». Ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό κράτος που διευθύνει και ελέγχει τους πολίτες, χωρίς να έχει την ευθύνη τους.

Με τον ίδιο τρόπο παράγεται και ο πολίτης-επιχείρηση που οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, να καταστρώσει στρατηγικές, να υπολογίσει τα ρίσκα και τα κέρδη του μόνος εναντίον όλων. Ένας πολίτης απο-δημοκρατικοποιημένος, εγκατεστημένος μέσα στη φαντασμαγορία του οικονομικού ανταγωνισμού που εμφανίζει τα κοινωνικά προβλήματα σαν ιδιωτικά λάθη, σαν το αναπόφευκτο και αναγκαίο κόστος της ανάπτυξης. Ένα πολίτης ξετρελαμένος από φόβο, βουλιμικός για ασφάλεια, χρεωμένος, αποσυρμένος από τη δημόσια σφαίρα.

Αυτή η βιοπολιτική ασκείται ήδη πάνω μας. Θα νομιμοποιήσουμε αυτό το κράτος; Θα είμαστε αυτοί οι πολίτες; Θα γίνουμε μέρος αυτού του σχεδίου; Οι πιο κρίσιμες απαντήσεις δε βρίσκονται στη θεωρία, είναι υπόθεση του καθενός μας αρκεί να μην τις δώσουμε μόνοι.


* Η Μαρία Μάρκου είναι αρχιτέκτονας, απόφοιτη του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές Αστικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ.  Διδάσκει Πολεοδομία-Χωροταξία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Το ερευνητικό της έργο αφορά ζητήματα χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.  Δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις της αφορούν θέματα οικειοποίησης του χώρου, όπως και μεθόδων και πολιτικών διαχείρισης του χώρου της πόλης.

Σε πρώτη ευκαιρία μας θυμίζουν ότι έχουν κι αυτοί καρδιά. Πονάνε τον ελληνικό λαό που κάνει θυσίες, δεν φταίνε όμως που τις επιβάλλουν.
Είναι, βλέπετε, το «χθες» που τους έλαχε να κληρονομήσουν. Το χθες με τα δικά μας λάθη που κάνει τη λεηλασία της ζωής μας να μοιάζει Θεία δίκη και τη δική τους αξίωση στην υποταγή μας να μοιάζει λογική. «Θέλετε να γυρίσουμε στο χθες»; Ρητορική ερώτηση με μια υποψία απειλής. Όπως το «να τα ξεχάσετε αυτά που ξέρατε» στην τελευταία κοινοβουλευτική εμφάνιση του πρωθυπουργού. Η δημιουργική καταστροφή προϋποθέτει τη συλλογική αμνησία.
Είναι και ο Προϋπολογισμός που δεν βγαίνει. Ουκ αν λάβοις… Το αυταπόδεικτο της σπάνης μας υποχρεώνει ν” αποδεχτούμε ότι χάσαμε. Στο περιθώριο εκείνης της ιστορίας επιτυχίας, ο γνωστός Γεωργιάδης ρωτούσε πρόσφατα στην τηλεόραση «δεν προσέξατε ότι η χώρα χρεοκόπησε;» για να προτείνει τη διακοπή χρηματοδότησης του δημόσιου πανεπιστημίου, σε όφελος της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων «που θα φέρουν εισόδημα στη χώρα». Έτσι ακριβώς. Εισόδημα για τη χώρα είναι το εισόδημα του επιχειρηματία. Ε, δεν μπορεί, κάπως θα το ξοδέψει. Ο εξίσου γνωστός Πρετεντέρης πλειοδοτούσε: «Δεν είναι καιρός να περιοριστεί το δωρεάν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη»; Και πολύ το καθυστερήσαμε.
Είναι, προπάντων, οι διεθνείς δεσμεύσεις. Αν αυτοί που μας κυβερνούν δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, «η αγορά εκδικείται» κατά πάγια συνήθειά της. Και τότε δεν θα φταίνε αυτοί να μας επιβάλουν σκληρότερες θυσίες και να αναλάβουν ισχυρότερες δεσμεύσεις. Πάντα με κόκκινες -από το αίμα μας- γραμμές.
Οι τεχνοκράτες τους βεβαιώνουν ότι κάνουν το σωστό για τη σωτηρία μιας χώρας που δεν έχουν αντιληφθεί ότι κατοικείται. Γι’ αυτό και δεν λογαριάζουν, λένε, το πολιτικό κόστος. Προσόν και τούτο μιας δημοκρατίας του τσαμπουκά αντί για εκείνη την παλιάς κοπής λαϊκή κυριαρχία. Η μόνη επιτυχία, άλλωστε, που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης ήταν ότι κατάφερε και «το πεζοδρόμιο σίγησε». Λίγες μέρες αργότερα επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη μαθητική παρέλαση. Αν δεν το φιμώσεις, πόσο θα σιγεί και το πεζοδρόμιο;
Το ανεύθυνο κράτος δεν είναι μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά το πιο ασφαλές μέσο εφαρμογής των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής, πάντα συμβατών με τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, πάντα ξένων προς τη δημοκρατία. Όπως γράφει η Wendy Brown, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική πραγματικότητα, αλλά το σχέδιο κατασκευής ενός κόσμου «κορεσμένου από το κεφάλαιο» με την έννοια ότι επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ο κανόνας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, ο υπολογισμός, η βαρβαρότητα.
Είναι μια αντι-νεωτεριστική βιοπολιτική, με εμβληματικά προϊόντα και εργαλεία της ένα νέο είδος κράτους κι ένα νέο είδος πολίτη. Παράγει ένα κράτος αμέτοχο προς την κοινωνία που δεν εγγυάται την ελευθερία της αγοράς με τον τρόπο που εγγυάται κάθε άλλη έκφραση της ελευθερίας -αν περιγράφαμε έτσι τη νομιμοποιητική βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας- αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικός «παίκτης».
Παράγει το κράτος-επιχείρηση που λειτουργεί με όρους κόστους-ωφέλειας, εκτιμά το επιχειρηματικό περιβάλλον, υπολογίζει το επιχειρηματικό ρίσκο και δρα με τρόπο που ν’ «αξίζει τα λεφτά του». Ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό κράτος που διευθύνει και ελέγχει τους πολίτες, χωρίς να έχει την ευθύνη τους.
Με τον ίδιο τρόπο παράγεται και ο πολίτης-επιχείρηση που οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, να καταστρώσει στρατηγικές, να υπολογίσει τα ρίσκα και τα κέρδη του μόνος εναντίον όλων. Ένας πολίτης απο-δημοκρατικοποιημένος, εγκατεστημένος μέσα στη φαντασμαγορία του οικονομικού ανταγωνισμού που εμφανίζει τα κοινωνικά προβλήματα σαν ιδιωτικά λάθη, σαν το αναπόφευκτο και αναγκαίο κόστος της ανάπτυξης. Ένα πολίτης ξετρελαμένος από φόβο, βουλιμικός για ασφάλεια, χρεωμένος, αποσυρμένος από τη δημόσια σφαίρα.
Αυτή η βιοπολιτική ασκείται ήδη πάνω μας. Θα νομιμοποιήσουμε αυτό το κράτος; Θα είμαστε αυτοί οι πολίτες; Θα γίνουμε μέρος αυτού του σχεδίου; Οι πιο κρίσιμες απαντήσεις δε βρίσκονται στη θεωρία, είναι υπόθεση του καθενός μας αρκεί να μην τις δώσουμε μόνοι.

* Η Μαρία Μάρκου είναι αρχιτέκτονας, απόφοιτη του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές Αστικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ.  Διδάσκει Πολεοδομία-Χωροταξία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Το ερευνητικό της έργο αφορά ζητήματα χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.  Δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις της αφορούν θέματα οικειοποίησης του χώρου, όπως και μεθόδων και πολιτικών διαχείρισης του χώρου της πόλης.
- See more at: http://www.e-dromos.gr/parekkliseis237/#sthash.jbYow6jc.dpuf